Ομιλία της Χαράς Κεφαλίδου, Βουλευτού Δράμας, υπεύθυνης Τομέα Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και μέλους της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, σε ημερίδα που διοργάνωσε το “Κέντρο για τον Ευρωπαϊκό Νομικό Πολιτισμό” (ΚΕΝοΠ) για τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, με έμφαση στην εφαρμογή στην πράξη του Πρωτοκόλλου της Συνθήκης της Λισσαβώνας για τα εθνικά κοινοβούλια και την ανάγνωση της εφαρμογής αυτής από την Βουλή των Ελλήνων.
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2007) τα εθνικά κοινοβούλια απέκτησαν δυνατότητα ευρύτερης συμμετοχής στο προνομοθετικό επίπεδο, εκεί δηλαδή που συζητιούνται οι μελλοντικοί νόμοι της ΕΕ, κυρίως χάρη στο μηχανισμό της επικουρικότητας, που προβλέπει ότι η Ένωση ενεργεί μόνο στις περιπτώσεις που μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα σε υπερεθνικό επίπεδο (Ένωσης) από ό,τι σε εθνικό (κρατών). Τα ζητούμενα της Λισαβόνας ακούγονταν -και ήταν- λογικά πριν 15 χρόνια, αλλά έκτοτε ο κόσμος μας έχει αλλάξει με τρόπους που κανείς τότε δεν μπορούσε να προβλέψει.
Εδώ και λίγα χρόνια, έχει πλέον καταστεί σαφές ότι ο πλανήτης γυρίζει σελίδα. Από την κλιματική αλλαγή μέχρι την πανδημία και τώρα την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όλα δείχνουν ότι η ησυχία και η επανάπαυση, στην οποία οι περισσότεροι έχουμε εθιστεί σε όλη μας τη ζωή, δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι ο κανόνας. Οι κατεστημένες ισορροπίες ανατρέπονται η μία μετά την άλλη και ο κόσμος περνάει πολύ γρήγορα σε μια νέα, αχαρτογράφητη κατάσταση.
Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα οι υπάρχοντες θεσμοί αποδεικνύονται αργοί, ελλιπείς και αναποτελεσματικοί. Προκύπτουν καταστάσεις που δεν έχουν προβλεφθεί θεσμικά, με αποτέλεσμα η συζήτηση να βγαίνει εκτός χρόνου και να γίνεται αυτομάτως ανεπίκαιρη και ξεπερασμένη. Για παράδειγμα, ενώ η σημερινή πραγματικότητα περιλαμβάνει πανδημίες, πολεμικές ενέργειες σε εξέλιξη, ενεργειακή και επισιτιστική αβεβαιότητα κ.λπ., η θεσμική συζήτηση ασχολείται με το κατά πόσο και πώς η αρχή της επικουρικότητας θα συμβάλει στην άμβλυνση του ελλείματος δημοκρατίας στην ΕΕ…
Δεν υποστηρίζω ότι η συνθήκη της Λισσαβόνας ήταν είδος πολυτελείας χωρίς εφαρμογή στην πραγματικότητα της εποχής της ― δεν είναι λάθος να θέλεις να θεραπεύσεις το όποιο, υπαρκτό ή εικαζόμενο, έλλειμμα δημοκρατίας στη λειτουργία της Ένωσης όσο το ζήτημα ενδιαφέρει τους Ευρωπαίους πολίτες, καλλιεργεί φόβους και, τελικά, αφήνει χώρο για δημιουργία δράκων και φαντασμάτων που δήθεν θα καταπιούν πολιτισμούς, έθνη, γλώσσες, ιστορίες κλπ. Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας ήταν προϊόν των ανησυχιών της εποχής της, οι οποίες ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές.
Πλέον έχουμε μπροστά μας μια ΑΛΛΗ πραγματικότητα, άλλους φόβους, άλλα προβλήματα, άλλες εξελίξεις, άλλες προτεραιότητες που δεν αφήνουν ούτε χώρο για φαντάσματα, ούτε χρόνο για σενάρια. Το Σήμερα περιλαμβάνει πραγματικές απειλές κι αληθινούς δράκους, που δοκιμάζουν τις αντοχές των λαών της Ευρώπης.
Στις 24 Φεβρουαρίου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και άλλαξε άρδην την πραγματικότητα για όλον τον πλανήτη. Μεταξύ άλλων, έφερε και διάφορες χώρες να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην ΕΕ. Η Ουκρανία, η Γεωργία και η Μολδαβία, υπό το κράτος έντονης υπαρξιακής απειλής, ήρθαν με επείγοντα αιτήματα για έναρξη ενταξιακής διαδικασίας. Ακόμη και κράτη-μέλη, όπως η Σουηδία, η Πολωνία, η Δανία και η Φινλανδία, άρχισαν να κάνουν θερμές σκέψεις για την αενάως συζητούμενη κοινή Ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια.
Κακά τα ψέματα, όλη αυτή η συρροή δεν έχει να κάνει με τα ζητούμενα της Λισαβόνας, την επικουρικότητα, το βάθεμα ή το πλάτεμα της δημοκρατίας. Έχει να κάνει με τη συνειδητοποίηση ότι η σημερινή Ευρώπη της καλοπέρασης δεν είναι αρκετή όταν τίθεται εν αμφιβόλω η ασφάλεια και η ύπαρξη. Στο πλαίσιο αυτής της νέας πραγματικότητας, η ΕΕ έχει πλέον ένα βασικό ερώτημα να απαντήσει: θα καταφέρει να εξελιχθεί σε μια ισχυρή χώρα, με πολιτική δύναμη ανάλογη της οικονομικής της, ή θα εκπέσει σε μια αδύναμη ένωση αδύναμων κρατών, που υποχρεωτικά θα προσφεύγουν στους ισχυρούς, πληρώνοντας σ’ αυτούς το κόστος της ασφάλειας με εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας και βλέπουμε;
Η Ευρώπη μπορεί να γίνει ένας πολύ ισχυρός πόλος στο παγκόσμιο στερέωμα. Δεν της λείπει τίποτε, εκτός ίσως από τη διάθεσή της να μπει στον κόπο να το κάνει, αυτό που στην πολιτική ορολογία ονομάζουμε “πολιτική βούληση”. Όσο κι αν «κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη», μένοντας στο χωριό χάνεις όλα αυτά που προσφέρει η πόλη. Και, μόλις κάποιος ισχυρός το βάλει στο μάτι, μπορεί να χάσεις και το χωριό ολόκληρο!
Ως πολίτες, το ατομικό μας συμφέρον είναι σε τεράστιο ποσοστό εγγεγραμμένο στο συλλογικό. Ο καλύτερος τρόπος να κινηθούμε ενάντια στο συμφέρον μας, είναι να παραγνωρίσουμε αυτή την αλήθεια και να επιδιώξουμε μυωπικά το στενό ατομικό συμφέρον. Κατ’ αναλογία, στην σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα το εθνικό συμφέρον, είναι επίσης έντονα συναρτημένο με το υπερεθνικό, το Ευρωπαϊκό. Αν πάει καλά η Ευρώπη, θα πάμε καλά κι εμείς.
ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΑ
Με αυτές τις σκέψεις, η σημερινή μας συζήτηση για το ρόλο των Εθνικών Κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση οφείλει να ρίξει το βάρος της στο πώς αυτά θα συμβάλουν στην αναγνώριση από τους Ευρωπαίους πολίτες των κοινών αναγκών, των κινδύνων και των προκλήσεων. Ευτυχώς, σήμερα όλα αυτά είναι πολύ πιο εμφανή από όσο ήταν στο παρελθόν, εφόσον τα αντιμετωπίζουμε ήδη. Η προώθηση της δημοκρατίας και της νομιμότητας στη λειτουργία της Ένωσης που έφερε η συνθήκη της Λισσαβόνας, παραμένουν αναγκαίες, αλλά ανεπαρκείς συνθήκες για το μέλλον της Ευρώπης. Χρειαζόμαστε ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και, κυρίως, εμπέδωση της κοινής μοίρας των λαών μας. Η κοινή για όλους μας απειλή που δέχεται η Ευρώπη, αποτελεί δυστυχώς τον συντομότερο δρόμο προς τη διατύπωση κοινών στόχων, προκειμένου να προστατεύσουμε όλα όσα κατακτήσαμε και απολαύσαμε μετά τον 2ο ΠΠ. Τα Εθνικά Κοινοβούλια και όλοι εμείς που έχουμε την ευθύνη της προστασίας εκατομμυρίων πολιτών, της ποιότητας των ζωής τους, του πολιτισμού και της ευημερίας που κατακτήθηκαν με αίμα, οφείλουμε να διευρύνουμε τους εθνικούς μας ορίζοντες ώστε να περιλάβουν και το επόμενο στάδιο, αυτό του ευρωπαϊκού μέλλοντος. Θέτοντας ως θεμέλιο την αναγνώριση της κοινής μας μοίρας και την υπαρξιακή αναγκαιότητα της συμπόρευσης, κάθε μας πρόταση, σκέψη, δράση, πρωτοβουλία θα είναι ένα λιθάρι στο νέο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα που χρειαζόμαστε για να κρατήσουμε αυτά που με βεβαιότητα θεωρούσαμε κεκτημένα και σήμερα απειλούνται: την προστασία των λαών μας, των πολιτισμών μας, της δημοκρατίας και της ευημερίας μας.
Από εμάς, τους βουλευτές, χρειάζεται να επενδυθεί χρόνος και κόπος στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, ώστε να διαμορφωθεί στους πολίτες μια νέα κουλτούρα, που επενδύει στη διαμόρφωση συναινέσεων στα ζωτικής σημασίας ευρωπαϊκά ζητήματα. Δεν θα γίνουμε λιγότερο Έλληνες αν γίνουμε περισσότερο Ευρωπαίοι, αλλά μάλλον το αντίθετο!
Συνοψίζοντας, οι προβλέψεις της Λισαβόνας για τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων, αν και κρίνονται επιτυχημένες στην εποχή τους επειδή ικανοποίησαν τα δικαιώματα των εθνικών κοινοβουλίων και βελτίωσαν τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ένωσης, στο φως της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης, με τα κατεπείγοντα αιτήματα κοινής εξωτερικής, αμυντικής, ενεργειακής και οικονομικής Ευρωπαϊκής πολιτικής, αποδεικνύονται ξεπερασμένες και επιβραδυντικές. Χρειαζόμαστε άμεσες θεμελιώδεις αλλαγές στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα γιατί η Ευρωπαϊκή ενοποίηση έπαψε να αποτελεί θεωρητική δυνατότητα. Είναι πλέον μονόδρομος της ύπαρξής μας.