Άρθρο του Σωτήρη Σέρμπου, Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δ.Π.Θ. και Σύμβουλος Εξωτερικής Πολιτικής της Κ.Ο. ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, στο «Capital.gr»:
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο συνέδριο του Οικονομικού Ταχυδρόμου, o Πρωθυπουργός σημείωσε χαρακτηριστικά για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων: “Έχουμε τη δυνατότητα να μάθουμε να ζούμε με τις μεγάλες μας διαφορές, έστω και αν δεν μπορούμε από τη μια στιγμή στην άλλη να τις επιλύσουμε”. Πρόκειται για μια αβαθή και άτολμη προσέγγιση που δεν λαμβάνει υπόψη της την ιστορικά κρίσιμη συγκυρία και το βραχυπρόθεσμα ανοικτό παράθυρο ευκαιρίας. Με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή υπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος. Εξέλιξη που απορρέει από τις γεωπολιτικές επιπτώσεις της μεγάλης εικόνας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τον περιφερειακό της αντίκτυπο και τέλος την αναδιάταξη που υποχρεωτικά επιφέρει στο πλέγμα των σχέσεων της Δύσης τόσο με την Ελλάδα (εφόσον το επιλέξει) όσο και με την Τουρκία (ήδη ξεκίνησε).
Επιβάλλοντας, να είναι πρώτη η Ελλάδα που θα σηκώσει το γάντι. Προχωρώντας στην αναθεώρηση της εθνικής της στρατηγικής και επιλέγοντας τη φυγή προς τα εμπρός. Είναι επείγον αυτό να πραγματοποιηθεί σε μια συγκυρία απολύτως ευνοϊκή για την Αθήνα. Με ρεαλισμό που απορρέει από αίσθημα πατριωτικής ευθύνης και χαρακτήρα μακράς πνοής. “Κλειδώνοντας” σε πρώτο χρόνο, την εκκίνηση μιας προδραστικής και το κυριότερο διεκδικητικής διαπραγμάτευσης. Τόσο με τους Αμερικανούς όσο με τους Ευρωπαίους συμμάχους και εταίρους μας. Υποχρεώνοντας τις μεγάλες διατλαντικές δυνάμεις να αναγνωρίσουν πως τώρα είναι η ευκαιρία να επιλύσουμε τα προβλήματα μας με την Τουρκία.
Ξεκινώντας από το Αιγαίο όπου αναβαθμίζεται η εθνική μας θέση και επιχειρηματολογία εξαιτίας του ρωσικού αναθεωρητισμού. Με τον τελευταίο να προσομοιάζει τους ανοικτούς λογαριασμούς του Τούρκου προέδρου με το αυτοκρατορικό παρελθόν της χώρας του εξαιτίας της ήττας που υπέστη από τη Δύση η υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία. Λαμβάνοντας υπόψη πως για περίπου έξι δεκαετίες τα ελληνοτουρκικά δεν έφτασαν ποτέ αρκετά ψηλά στην ιεράρχηση του διεθνούς παράγοντα έτσι ώστε εκείνος να ενεργοποιηθεί αποφασιστικά για την επίλυση τους, πλέον είναι απαραίτητο η Δύση να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Με πρώτη όμως την Ελλάδα να επιβάλει την προτεραιοποίηση της σκληρής της θέσης έναντι των όποιων δυτικών αντιλήψεων. Προκειμένου σε δεύτερο χρόνο, να συνεννοηθούμε και να συμφωνήσουμε με την Τουρκία στα σημεία που εφάπτεται το διεθνές δίκαιο με τη γεωγραφία και όχι όπου ανοιγοκλείνει η φυσούνα του πολυφερόμενου ακορντεόν της “γαλάζιας πατρίδας”. Σημειώνοντας εμφατικά πως -ειδικά ως προς το μείζον ζήτημα για την εθνική της ασφάλεια- η ελληνική αλληλεγγύη εξακολουθεί να αποτελεί και νόμισμα εξαργυρώσιμο στη διεθνή πολιτική. Άρα η χώρα δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη για κανέναν εκτός συνόρων. Κι αν όντως η Δύση θέλει το Αιγαίο και ως κρίσιμου χαρακτήρα -μετά τα Δαρδανέλια- δυτική θάλασσα, “ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα”.
Σε κάθε περίπτωση, αλίμονο αν αφεθεί μια τέτοια κρίση να πάει χαμένη. Αν όντως ο Πρωθυπουργός αδυνατεί να ευθυγραμμιστεί με το διακύβευμα της σημερινής συγκυρίας κινδυνεύει να αποδειχθεί η άλλη όψη του ίδιου αδύναμου νομίσματος με τον Γερμανό Καγκελάριο. Ο οποίος πριν από λίγες ημέρες ομολόγησε πως αυτό που περισσότερο τον τρόμαξε στη σκέψη του Ρώσου προέδρου είναι η απίστευτη έμφαση που αποδίδει στη γεωπολιτική. Και για να μιλήσουμε γεωπολιτικά, προσεχώς και με το βλέμμα στη Ρωσία, κυρίως οι Αμερικανοί αλλά και οι Ευρωπαίοι, έχουν επιπλέον λόγους να επιθυμούν να αξιοποιήσουν και να σπρώξουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Με τον τελευταίο να υπηρετεί την ιδιότητα “χώρας γέφυρας και τρίτου πόλου” ανάμεσα στη Δύση και την Ευρασία. Προφανώς και αναβαθμίζεται η Τουρκία. Πέρα από τη Μαύρη Θάλασσα, τόσο στο νότιο Καύκασο όσο και στην Κεντρική Ασία. Με την ίδια να προσφέρει με το αζημίωτο της υπηρεσίες της καθότι μια μεσοπρόθεσμα αδύναμη Ρωσία ευθυγραμμίζεται με τον πυρήνα του εθνικού της συμφέροντος και το εύρος των περιφερειακών της φιλοδοξιών.
Αν όμως η Αθήνα δεν κινηθεί γρήγορα, ποιος εγγυάται πως αργότερα η Άγκυρα δεν θα διεκδικήσει αντίδωρο και από το πανέρι των ελληνοτουρκικών; Θα το αφήσουμε στη διακριτική ευχέρεια της πορείας των ήδη εξελισσόμενων συνομιλιών ανάμεσα σε Αμερικανούς, Τούρκους και Ευρωπαίους; Που δύναται να συμπεριλάβουν και εμάς χωρίς εμάς; Aπεμπολώντας την ιστορική ευκαιρία για αξίωση συνιδιοκτησίας του δυτικού ανοίγματος ώστε να ενσωματώνει συγκεκριμένες δεσμεύσεις και δικλείδες ασφαλείας για την Ελλάδα;
Εκτός αν πρέπει να μάθουμε να ζούμε και με μια τέτοια εξέλιξη. Βαθύτατα υπονομευτική για το εθνικό συμφέρον που ταυτόχρονα θα επιφέρει μεγαλύτερο βαθμό ταύτισης με την υπόλοιπη Δύση αρνητικά. Την ώρα που ο χρόνος κυλά, ο Πρωθυπουργός καλείται να αποφασίσει τόσο αν θα σηκώσει το γάντι της διαπραγμάτευσης στο εξωτερικό όσο και να επιλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει από το εσωτερικό. Σε διαφορετική περίπτωση, η κρισιμότητα του φακέλου Τουρκία, οφείλει να προταχθεί απέναντι στις δεσμεύσεις για εξάντληση της τετραετίας. Από κοινού με την ανθεκτικότητα και την αξιοπιστία της Ελληνικής Δημοκρατίας έναντι των πεπερασμένων αντοχών της αυτοδύναμης πλην διχασμένης Κυβέρνησης.