Άρθρο του Γιώργου Καμίνη, Βουλευτή Επικρατείας, στην εφημερίδα «Το Παρόν της Κυριακής»:
Την εβδομάδα που μας πέρασε, ο δημόσιος διάλογος έκανε μια βουτιά στο παρελθόν. Άθελα τους, ένας πρώην κι ενας νυν Υπουργός μας έβαλαν στη διαδικασία να συζητήσουμε ξανά τα αίτια και τη δραματική πορεία της χώρας προς την χρεοκοπία. Οι αποκαλύψεις του κ. Πέτρου Δούκα έφεραν ξανά στο μυαλό μας τα «ήθη και τα έθιμα» της τραυματικής περιόδου και φώτισαν πλευρές που όλοι υποψιαζόμασταν. Ένα ιστορικό ανέκδοτο, από αυτά που συνηθίζουν να διηγούνται στο εντευκτήριο της Βουλής παλιοί πολιτικοί, λίγο ευτράπελο, λίγο οδυνηρό, σε κάθε περίπτωση μια παλιά ιστορία.
Θα αναρωτηθεί όμως ευλόγως κάποιος: Δεν έχουμε συζητήσει αρκετά για τη χρεοκοπία, τα μνημόνια, το ΔΝΤ, τον διχασμό που κυριάρχησε την προηγούμενη δεκαετία; Τη στιγμή που η χώρα μας αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις και πρωτοφανείς κρίσεις σήμερα, τι ωφελεί να σκαλίζουμε το παρελθον; Δεν έχουμε χορτάσει από «παλιές ιστορίες»;
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι μια τέτοια συζήτηση έχει την αξία της ακόμη και στη σημερινή συγκυρία. Αν μη τι άλλο, η ενθουσιαστική αποδοχή των όσων ο κ. Δούκας είπε από τον -πλέον παραιτηθέντα – Υπουργό κ. Λιβανό, μας δείχνει πως υπάρχει ακόμη και σήμερα πρόσφορο έδαφος υιοθέτησης ανάλογων πρακτικών από την πολιτική εξουσία.
Αλλά η αναδίφηση στο συγκεκριμένο παρελθόν έχει αξία και για δύο ακόμη λόγους:
Πρώτον, για λόγους ιστορικής λογοδοσίας. Σήμερα, σχεδόν δώδεκα χρόνια μετά την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης, η κυβέρνηση που έπαιξε ρόλο καταλύτη στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό μένει επιμελώς στο απυρόβλητο, ενώ οι μετέπειτα απέλπιδες προσπάθειες διάσωσης δαιμονοποιούνται. Κανείς δεν αρνείται τα διαχρονικά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, και τις παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Παρ’όλα αυτά η χώρα δεν χρεοκόπησε ούτε το 1996, ούτε το 2000, ούτε το 2004. Η κυβέρνηση Καραμανλή ανέλαβε την εξουσία με τις καλύτερες προϋποθέσεις: ακριβώς πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, με υψηλότατη ανάπτυξη, μια σειρά εμβληματικών δημοσίων έργων που είχαν μόλις ολοκληρωθεί, μετά από 8 χρόνια σημαντικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Σημίτη, με την Ελλάδα στον στενό πυρήνα της Ε.Ε. και του Ευρώ. Και κατάφερε να ρίξει τη χώρα κυριολεκτικά στα βράχια, σε διάστημα μόλις πέντε ετών. Έχει, λοιπόν, απόλυτη αξία να υπενθυμίζουμε το γεγονός αυτό για λόγους διδακτικούς: έστω και μερικά χρόνια κακοδιοίκησης και κακοδιαχείρισης αρκούν για να ξεθεμελιώσουν κατακτήσεις δεκαετιών.
Δεύτερον, γιατί η μελέτη της υπόθεσης των αποζημιώσεων είναι αποκαλυπτική για τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης και τους τρόπους με τους οποίους η πολιτική μας τάξη διαχρονικά τις εκμεταλλεύεται προς ίδιον όφελος. Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ ιδιαίτερα με το ζήτημα, ως Συνήγορος του Πολίτη. Τα χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά άρχισαν να καταφθάνουν βροχή στον Συνήγορο αναφορές και παράπονα πολιτών για τη διαχείριση των αποζημιώσεων. Στην έκθεση του Συνηγόρου, που δημοσιεύθηκε τελικά τον Ιούνιο του 2010, περιγράφεται ανάγλυφα το χάος που επικράτησε με τις αποζημιώσεις και οι σκόπιμες – όπως αποδείχθηκε – ασάφειες στη διαδικασία πιστοποίησης των δικαιούχων.
Ποιός δικαιούται το τριχίλιαρο; Ο μόνιμος κάτοικος, ή όποιος έχει υποστεί καταστροφές στην περιουσία του, όπου κι αν μένει; Αν κάποιος διάβαζε την κοινή υπουργική απόφαση θα καταλάβαινε το πρώτο. Αν εμπιστευόταν το ενημερωτικό υλικό που είχε ευρέως κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή, ενδεχομένως να πίστευε το δεύτερο. Είναι ακριβώς αυτές οι ασάφειες, τα «παραθυράκια» της νομοθεσίας όπως έχουμε συνηθίσει να τα αποκαλούμε, που επέτρεψαν στην τότε κυβέρνηση να κάνει αυτό που πραγματικά ήθελε: να μοιράσει χωρίς έλεγχο προεκλογικό χρήμα σε όσο το δυνατόν περισσότερους.
Η υπόθεση των αποζημιώσεων των πυρόπληκτων της Ηλείας από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, ακόμη και η γκροτέσκα πλευρά της που αποκάλυψε η σύντομη συνομιλία των κ.κ. Δούκα και Λιβανού, δεν έπαιξε φυσικά τον πλέον καθοριστικό ρόλο στην χρεοκοπία της χώρας. Εξηγεί όμως πολλά από αυτά που συνέβησαν εκείνη την περίοδο και δικαίως έχει καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως μια κορυφαία πράξη φαυλότητας της τότε εξουσίας. Είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε την υπόθεση αυτή, αν μη τι άλλο ως αντιπαράδειγμα για το μέλλον.