Η ζωή σε συνθήκες πανδημίας έχει αναδείξει την κοινωνική δυστοπία που έχει χτίσει ο καπιταλισμός. Καθημερινά ακούμε και διαβάζουμε για τη σωτήρια συμβολή των βιοεπιστημόνων, των εργαστηριακών επιστημόνων και της έρευνας στη μάχη κατά του κορονοϊού, στη μάχη με τον χρόνο για την παρασκευή του εμβολίου. Τα καλά λόγια, ωστόσο, δεν μεταφράζονται και σε αντιστοίχως καλά έργα για τους/τις εργαζόμενους/ες στον τομέα της έρευνας.
Ο κλάδος των εργαζομένων στην έρευνα είναι υποτιμημένος, ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής υποτίμησης για τους εργαζόμενους συνολικά. Το κράτος παρέχει την ελάχιστη χρηματοδότηση ενώ μένουν κενές περίπου οι μισές (50%!) οργανικές θέσεις στα ερευνητικά κέντρα. Το υποκατάστατο για την έλλειψη χρηματοδότησης είναι η… αμισθί, δηλαδή απλήρωτη, εργασία! Οι καθηγητές καθηγητές και οι επικεφαλής της έρευνας επικαλούνται ότι τα ερευνητικά κέντρα παράγουν γνώση αλλά όχι προϊόντα – ένα πρόσχημα που νομιμοποιεί την απλήρωτη ερευνητική εργασία μεταπτυχιακών και υποψήφιων διδακτόρων. Το κέρδος της ερευνητικής αυτής εργασίας των φοιτητών το καρπώνεται η/ο ίδιος/α supervisor, μέσω των επιστημονικών δημοσιεύσεων και οδηγούν σε αύξηση του status, προαγωγή της βαθμίδας και του μισθού της/του και προσέλκυση μεγαλύτερων χρηματοδοτήσεων. Έτσι ωφελείται επίσης το ερευνητικό και πανεπιστημιακό ίδρυμα, από την απλήρωτη ή κακοπληρωμένη, ανασφάλιστη και επισφαλή εργασία των νέων ερευνητών.
Οι εργαζόμενοι στην έρευνα βιώνουν την εκμετάλλευση σε πολλαπλά επίπεδα, καθώς ακόμα και όταν εργάζονται με καθεστώς συμβάσεων ή υποτροφίας, αυτές οι συμβάσεις χαρακτηρίζονται από στέρηση εργασιακών δικαιωμάτων (όπως άδειας και άδειας μητρότητας), στέρηση επιδομάτων (ακόμα και του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας, καθώς η χρήση χημικών και ραδιενεργών ενώσεων κατά την έρευνα είναι καθημερινή). Επιπρόσθετο χαρακτηριστικό των εργασιακών συνθηκών στα ερευνητικά κέντρα είναι η μεγάλη αβεβαιότητα και ο χρόνος έναρξης των χρηματοδοτήσεων, με αποτέλεσμα τη μη ύπαρξη μόνιμου προσωπικού, την έλλειψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την πολύ μεγάλη κινητικότητα (Brain-drain).
Για όλους του παραπάνω λόγους η ανάγκη για τη συγκρότηση σωματείου εργαζομένων στην έρευνα και η εκπροσώπηση των εργαζομένων της πανελλαδικά είναι αναγκαία για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων του συγκεκριμένου κλάδου, που σπάνια εκπροσωπείται, αναδεικνύοντας τα προβλήματα των ερευνητών και όλων όσων συγκροτούν την επιστημονική κοινότητα στην Ελλάδα. Η συλλογική δράση είναι η μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια των εργαζομένων απέναντι στο εργασιακό σύστημα της άμισθης εργασίας, των ελαστικών σχέσεων και της ανασφάλειας.