Άρθρο του Παναγιώτη Βλάχου, Γραμματέα Επικοινωνίας του Κινήματος Αλλαγής στο ieidiseis.gr:
Κακές εκτιμήσεις και κυβερνητικά λάθη, που έχουν αναλυθεί, οδήγησαν στη «λευκή πετσέτα» του δεύτερου lockdown, σε χιλιάδες κρούσματα και εκατοντάδες θανάτους. Επαναπαυόμενη στις δάφνες της πρώτης καραντίνας, η Κυβέρνηση έμεινε πίσω και στην προετοιμασία όσων έπρεπε να γίνουν, όταν άλλες χώρες που «πόνεσαν» περισσότερο την άνοιξη, εφάρμοσαν αργότερα μεθόδους και πρακτικές που τους επιτρέπουν να έχουν καλύτερη εικόνα και διαχείριση του προβλήματος, πριν αυτό φτάσει μέσα στο νοσοκομείο.
Η επιχειρηματολογία της Κυβέρνησης σήμερα συνοψίζεται στο εξής: «Θα σας κλείνουμε μέσα όσες φορές χρειαστεί μέχρι να εμβολιαστείτε». Μόνο που αυτή η λογική μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής πρακτική. Αφενός γιατί ακόμη κι αν πάνε όλα κατ’ ευχήν και εμβολιαστούμε όλοι μέχρι το τέλος της άνοιξης, οι μάσκες, τα αντισηπτικά, τα τεστ, οι περιορισμοί θα είναι μέρος της ζωής μας. Αφετέρου ένα νέο κύμα κορωνοϊού συνοδευόμενο από μια νέα καραντίνα θα είναι τελειωτικό χτύπημα για την εύθραυστη οικονομική, κοινωνική και ψυχολογική μας κατάσταση.
Η λογική λοιπόν λέει ότι χρειάζεται να βρούμε έναν τρόπο να απεγκλωβιστούμε σταδιακά από τις συνέπειες της καραντίνας με τρόπο που να μην κινδυνεύσει η υγεία μας, αγοράζοντας ξανά χρόνο και χώρο, για να γίνουν όσα δεν έγιναν στο ΕΣΥ. Και για να πετύχει αυτό, το κλειδί είναι τα μαζικά τεστ. Τα τεστ, που έχουν γίνει ευαγγέλιο στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών και υπο προϋποθέσεις επιτρέπουν σε χώρες, όπως η Σλοβακία και η Αυστρία να οργανώσουν τη σταδιακή επανεκκίνηση της καθημερινότητάς τους. Το «ασφαλές άνοιγμα» μοιάζει η μόνη ρεαλιστική διέξοδος, όπως έχουν αρχίσει να διατυπώνουν δημόσια και ειδικοί της Υγείας.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα – και βασικό σημείο κριτικής ενάντια στην Κυβέρνηση – είναι ότι το σύστημα ιχνηλάτησης των κρουσμάτων απέτυχε και παραμένει αδύναμο. Περισσότερα ορφανά κρούσματα ίσον μεγαλύτερη και ανεξέλεγκτη διασπορά, όπως είδαμε στη Βόρεια Ελλάδα. Για παράδειγμα, τον Αύγουστο τα ορφανά κρούσματα ήταν περίπου τα μισά, ενώ στις αρχές του δεύτερου lockdown φτάσαμε στο 85% και σήμερα περίπου στο 70%. Άρα χωρίς μαζικά τεστ και ικανό αριθμό ειδικευμένου προσωπικού στη αρμόδια Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, οι Αρχές δεν μπορούν να δημιουργήσουν υγειονομικό προφίλ σε κάθε περιοχή, άρα δεν μπορούν να ιχνηλατήσουν, δεν μπορούν να προχωρήσουν σε ασφαλές άνοιγμα των δραστηριοτήτων.
Για να αντιληφθούμε πόσο σημαντικοί είναι οι «ιχνηλάτες», σύμφωνα με τις οδηγίες του αμερικανικού Κέντρου για την Πρόληψη και Έλεγχο των Νόσων, απαιτούνται 15 έως 30 ιχνηλάτες ανά 100.000 πληθυσμού, ανάλογα με τη φάση της επιδημίας. Ως Κίνημα Αλλαγής, είχαμε τονίσει και προειδοποιήσει για το γεγονός ότι στο Κέντρο Ιχνηλάτησης της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας εργάζονται μόνο 190 άτομα, αποσπασμένοι από υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, της Πυροσβεστικής και του Λιμενικού. Αν η χώρα μας ακολουθούσε τα διεθνή στάνταρ, ο αριθμός των ιχνηλατών θα έπρεπε βρίσκεται μεταξύ 2.500-3.000 και να αποτελείται από άτομα με ιατρικές γνώσεις.
Η βασική αρχή του ασφαλούς «ανοίγματος» είναι η σταδιακή απο-καραντινοποίηση ενός νομού με μαζικά τεστ που επαναλαμβάνονται μετά από 20 μέρες και η στεγανοποίηση της περιοχής με εσωτερικό άνοιγμα της καθημερινότητας, πάντα φυσικά με την απαραίτητη προφύλαξη. Εφόσον και οι όμοροι νομοί βελτιώνονται, τότε το άνοιγμα μπορεί να επεκταθεί, πχ, σε όλη την Περιφέρεια ή σε συγκεκριμένες ζώνες. Διατηρώντας κάποια γενικά μέτρα (μάσκα, περιορισμό κινήσεων, τηλεργασία), μπορούμε σταδιακά να «απελευθερώσουμε» περιοχές ή περιφέρειες που δεν είναι φορτωμένες με κρούσματα. Τα σχολεία μπορούν να προσαρμοστούν στο άνοιγμα όμορων ζωνών ή περιφερειών, όταν αυτό συμβεί.
Γι’ αυτό και η κριτική στην Κυβέρνηση χρειάζεται να γίνεται επί της ουσίας, όχι με κραυγές ή τυμβωρυχία. Θα είναι όντως εγκληματική η αμέλεια να μην οργανωθεί το δίκτυο πρωτοβάθμιας υγείας που θα κάνει μαζικά τεστ και θα φροντίζει τον ασθενή πριν μπει στο νοσοκομείο, ακόμη και με κατ’ οίκον δειγματοληψία ή μέριμνα, όπως στη Γαλλία. Γιατί όταν ο ασθενής φτάσει στο νοσοκομείο, είναι ήδη σε κακή κατάσταση και θα επιβαρύνει εκ των πραγμάτων το σύστημα, πιθανότατα μολύνοντας και το υγειονομικό προσωπικο. Άρα το βάρος πέφτει στην πρόληψη. Και πρόληψη ίσον μαζικά τεστ, γνώση, ιχνηλάτηση, μελέτη, πρόνοια. Έτσι το σύστημα πρωτοβάθμιας υγείας θα εκσυγχρονιστεί «στο πεδίο», θα γυρίσει σελίδα και θα μάθει να επικεντρώνεται στην προσωποποιημένη φροντίδα, κάνοντας πράξη το όραμα των ιδρυτών του ΕΣΥ και τον πραγματικό κοινωνικό του προσανατολισμό.