Άρθρο του Παναγιώτη Βλάχου, Γραμματέα Επικοινωνίας του Κινήματος Αλλαγής στο site «ieidiseis.gr»:
Δυστυχώς έχουμε μια Κυβέρνηση που δεν ανέχεται την αντίθετη άποψη ούτε ως βαλβίδα εκτόνωσης.
Η παραίτηση της διευθύντριας σύνταξης του Βήματος εξαιτίας πολιτικών πιέσεων που δέχθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου είναι άλλο ένα θλιβερό συμβάν σε μια αλυσίδα φαινομένων λογοκρισίας και φίμωσης της πολυφωνίας το τελευταίο διάστημα.
Προηγήθηκε η Έλενα Ακρίτα, ο Πάνος Χαρίτος, παλαιότερα η αξίωση παραίτησης προς τον Δημήτρη Μανιάτη και πάμπολες άλλες περιπτώσεις δημοσιογράφων, που μπορεί να μην είναι ευρύτερα γνωστοί, αλλά καθημερινά σηκώνουν το δικό τους σταυρό μπροστά στο δίλημμα «επιβίωση ή απόλυση».
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Κυβέρνηση προτίθεται να ξηλώσει το όριο εργαζομένων που υποχρεούται να απασχολουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί, σπέρνοντας μεγαλύτερη ανασφάλεια στους πολλούς, φροντίζοντας όμως την αποκατάσταση λίγων και εκλεκτών.
Η αλήθεια είναι ότι δεν πέφτουμε από τα σύννεφα. Εξάλλου από την άνοιξη προειδοποιούμε αυτό που λένε όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και αναλυτές: η πανδημία θα πλήξει την ενημέρωση, την πολυφωνία, τον πλουραλισμό.
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ εξαιτίας του παγώματος της αγοράς και της κατάρρευσης της διαφήμισης τις οδηγεί απευθείας στην κρατική στήριξη. Καλώς μέχρι εδώ. Αλλά κακώς, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Αν η πρώτη λίστα Πέτσα ήταν μνημείο αδιαφάνειας και φαβοριτισμού, η δεύτερη άμεση ενίσχυση στα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας και η αδιαφορία για τα περιφερειακά μέσα εμπέδωσε την αντίληψη ότι η Νέα Δημοκρατία είναι αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί την πανδημία προς όφελος της.
Τα στοιχεία που δίνουμε στη δημοσιότητα ως Κίνημα Αλλαγής κάθε μήνα, μετρώντας τις εμφανίσεις κομματικών στελεχών στις πρωϊνές ενημερωτικές εκπομπές δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Το διμηνο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου η Νέα Δημοκρατία κατέγραψε 439 εμφανίσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ 183 και το Κίνημα Αλλαγής 43, έξω από κάθε λογική πολυφωνίας και αναλογικότητας.
Σαν να μην έφτανε αυτό, τις προάλλες δημοσιεύτηκε η έκθεση του ΕΣΡ για το 2019, που καταγράφει την προκλητική υπερεκπροσώπηση της ΝΔ από τον Ιούλιο του 2019.
Πολλοί προσπαθούν να δικαιολογήσουν την έκτακτη αυτή συνθήκη λέγοντας ότι η ενημέρωση για τον κορονοϊό προηγείται και ότι τον λόγο έχουν οι ειδικοί. Ξεπερνώντας το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ειδικών είναι μεταμφιεσμένα στελέχη της ΝΔ, αυτή η άποψη πάσχει στη βάση της, καθώς η πανδημία δεν αφήνει ανέγγιχτο κανένα τομέα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής μας λειτουργίας.
Πως είναι δυνατόν να θεωρείται περιττή η πολιτική άποψη ενός βουλευτή της αντιπολίτευσης, όταν εκπροσωπεί μέρος της λαϊκής βούλησης; Πως είναι δυνατόν να μην επισημαίνονται τα οφθαλμοφανή λάθη, που κοστίζουν σε υγεία, ανθρώπινες ζωές, λουκέτα, ανεργία, φτώχεια και ψυχολογική καταπίεση ή να ακούμε διαρκώς για ένα εμβόλιο, που τελικά θα καταφτάσει σε μικρότερες δόσεις και όχι για την αναβάθμιση του δικτύου τεστ, ιχνηλάτησης, πρόληψης, νοσηλείας;
Είναι βέβαιο ότι η δημοσιογραφία πρέπει να σταθεί στο ύψος της, συλλογικά και όχι κατά μόνας. Όχι μόνο για να προστατεύσει τα συμφέροντα των εργαζομένων, που στην πλειοψηφία τους ανήκουν στη σφαίρα της επισφάλειας, αλλά και την ίδια την ελευθεροτυπία, που με τη σειρά της προστατεύει τη Δημοκρατία από την υπερσυγκέντρωση δημόσιας και ιδιωτικής εξουσίας. Δυστυχώς έχουμε μια Κυβέρνηση που δεν ανέχεται την αντίθετη άποψη ούτε ως βαλβίδα εκτόνωσης.
Το ίδιο οφείλουν και οι δημοκράτες φιλελεύθεροι πολίτες που απηυδισμένοι από αντίστοιχες πρακτικές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στράφηκαν στη ΝΔ για να βρουν διέξοδο. Τώρα βλέπουν ότι οδηγήθηκαν σε νέο αδιέξοδο. Μαζί και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Έχουμε όλοι συμφέρον από μια ζωντανή δημοκρατία που θα μας επιτρέπει να αναδεικνύουμε τις διαφορές μας, παρά να τσουβαλιαζόμαστε όλοι μαζί στον κάδο με τους «ανεύθυνους» και «γκρινιάρηδες».
Ως μια παράταξη που στεριώσαμε τη δημοκρατία και την ελευθερία στον τόπο, έχουμε έναν λόγο παραπάνω να μην μασάμε τα λόγια μας σε αυτά που βλέπουμε. Να συνεχίσουμε να φωτίζουμε το πρόβλημα, χωρίς να ζητάμε ανταλλάγματα. Για να βγει όρθια και ισχυρή η κοινωνία μας από αυτή τη δοκιμασία, χρειάζεται περισσότερη διαφάνεια, λογοδοσία, διάλογος, έλεγχος, συμμετοχή, ανοιχτότητα.
Αυτά δηλαδή που προκαλούν διαχρονική αλλεργία στη Νέα Δημοκρατία και τα συστήματα που την υπηρετούν.