Είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι οι μαζικές κοινωνικές αντιστάσεις που προκλήθηκαν από τη στοχευμένα προκλητική απόφαση της κυβέρνησης να προβεί σε απαγόρευση των συναθροίσεων ανά την επικράτεια προκάλεσαν ανησυχία: α) στους θεσμικά κρατούντες (ειδικά ‒εικάζω‒ στον φίλαυτο υπουργό Προ.Πο,), β) στους συστημικούς πάτρωνές τους, καθώς και γ) σε όλο εκείνο το φλύαρο, μεθοδολογικά ανεπίγνωστο φάσμα κονδυλοφόρων που ψάχνουν και ξαναψάχνουν τις βιβλιοθήκες τους για πομφόλυγες που εξωραΐζουν τον ανορθολογισμό της εξουσίας.
Η ανησυχία είναι βέβαια εύλογη. Κατανοώντας τα ‒ από πολλού πρόδηλα ‒ κίνητρα και τις επιδιώξεις τους (την εμπέδωση και αναπαραγωγή της κυριαρχίας), ανησυχούν μήπως και η τελευταία, κατεξοχήν κουτσαβάκικη υπερβολή ξυπνήσει τον καθημερινό τους εφιάλτη: την κινηματική ανασύνταξη της κοινωνίας ‒ μια διαδικασία που ξορκίζουν καθημερινά μέσα από τη βλακώδη έννοια του «λαϊκισμού». Όμως ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Οι ως άνω απολογητές διατείνονται ότι οι λόγοι που επέβαλαν την απαγόρευση ήταν υγειονομικοί. Όμως δεν είναι διόλου έτσι, και οι επικαλούμενοι τον ορθό λόγο ας σοβαρευτούμε κάποια στιγμή: Όλοι οι κινηματικοί φορείς δήλωσαν επανειλημμένα, και σε κάθε δυνατό τόνο, πως τηρούν και προασπίζουν το ενδεδειγμένο πρωτόκολλο ‒ πρακτική που, σε εξωτερικούς χώρους, ελαχιστοποιεί έως και εξαλείφει τον κίνδυνο μετάδοσης. Ισχύει άραγε το ίδιο για το καθημερινό στοίβαγμα ανθρώπων σε ΜΜΜ και εργασιακούς χώρους (αυτό που θα ισχύει και αύριο και μεθαύριο); Αν, επιπλέον, η ανησυχία της κυβέρνησης ήταν τόσο μεγάλη, γιατί ‒ ακόμη και τώρα ‒ α) δεν έχουμε σύστημα μαζικών τεστ, β) δεν ενισχύεται ουσιαστικά το ΕΣΥ (ας δει κανείς τις ανακοινώσεις των ίδιων των γιατρών ‒ ΟΕΓΝΕ), και γ) δεν αντιμετωπίζονται αυτά που οι καταλήψεις των μαθητών ‒ πριν απ’ τον καθένα ‒ ανέδειξαν; Η λίστα των συναφών ερωτημάτων μπορεί να επεκταθεί, όμως οι απαντήσεις είναι αρκούντως προφανείς.
Είναι λοιπόν καταφανές ότι η κυβέρνηση προέβη σε αυτή την προκλητική κίνηση όχι για να προστατέψει τη δημόσια υγεία. Αν ήθελε κάτι τέτοιο δε θα ξόδευε χρήματα για να εξοπλίσει τον κατασταλτικό μηχανισμό (νέα μηχανήματα για την αστυνομία, νέο σώμα αστυνόμευσης Πανεπιστημίων, κτλ.), ούτε και θα στοίβαζε εκατοντάδες αστυνομικούς σε τμήματα σε καταφανή παράβαση του υγειονομικού πρωτοκόλλου (όπως κατήγγειλε η Ένωση Αστυνομικών) για να επιβάλλει τις απαγορεύσεις της, αλλά θα παρείχε πόρους για ενίσχυση των κρίσιμων κοινωνικών υποδομών ή, έστω την τελευταία ώρα, θα ποινικοποιούσε όποιον δεν τηρούσε τα υγειονομικά μέτρα προφύλαξης κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων. Άλλωστε στις δράσεις που ούτως ή άλλως πραγματοποιήθηκαν, δεν ήταν οι διαδηλωτές που καταπάτησαν το υγειονομικό πρωτόκολλο, αλλά η διατεταγμένη καταστολή των απρόκλητων δακρυγόνων και των προσαγωγών.
Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο επήλθε η απαγόρευση ήταν η περαιτέρω συρρίκνωση της δημοκρατίας: η συμβολικά διεσταλμένη προβολή της απειλής πως όποιος αντιστέκεται σε πρακτικές όπως η έμπρακτη κατάργηση του 8ωρου, το απηνές χτύπημα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, και η συνοπτική απαλλοτρίωση λαϊκών περιουσιών προς όφελος της μαφίας των hedge funds και των τραπεζών, θα βρει απέναντί του αυτόν το συγκεκριμένο ή άλλους «άτεγκτους» υπουργούς Προ.Πο.
Χαμένος κόπος, όμως. Τζάμπα, ως εκ τούτου, και όλη η επίκληση στην «αριστεία» ‒μια και γίνεται καθημερινά σαφές ότι, όχι μόνο για αριστεία δεν πρόκειται, αλλά για διολίσθηση στην πιο χυδαία μορφή ανορθολογικού μεσαίωνα. Οι μαζική συνειρμοί που η αναστολή του άρθρου 11 του Συντάγματος προκάλεσε, αναβιώνουν τον χειρότερο εφιάλτη των κυβερνώντων ‒ και ας επιχειρούνται λογιών-λογιών σοφίσματα του τύπου «είναι οι κινηματικές αντιστάσεις προοδευτικές;» για να σωθεί η κατάσταση. Οι κινητοποιήσεις για το Πολυτεχνείο δεν ήταν ποτέ φετίχ, πάντοτε αποτελούσαν συμπύκνωση λαϊκής δυσαρέσκειας και έλλογης αγανάκτησης. Το ερώτημα που στις περιστάσεις καίει τους φαύλους κυρίαρχους είναι ως εκ τούτου απλό: Λες μήπως, με αφορμή την αυτάρεσκη ανοησία αυτού του σημερινού Προ.Πο. και του αμήχανου προϊσταμένου του, οι υποτελείς (που ως σήμερα, ράθυμα θεωρούσαμε ότι τους έχουμε στο τσεπάκι) να καταλάβουν ότι, παρά τον κόπο που καταβάλουν τα φίλια μιντιακά δεκανίκια, τους κοροϊδεύουμε; Και αν το καταλάβουν, λες μήπως και αναλάβουν τίποτε κρίσιμες συλλογικές δράσεις; Το ζήτημα είναι μείζον (τόσο για την εξουσία όσο και για τους παρατρεχάμενους κονδυλοφόρους), καθώς αρχίζει να τίθεται σε κίνδυνο η ‒ ως τα τώρα μάλλον επιτυχής ‒ προβολή του αντιδημοκρατικού δόγματος «νόμος και τάξη» που επιχειρήθηκε.
Τους καταλαβαίνω, όμως ας μη ματαιοπονούν: αργά ή γρήγορα ‒ με το υγειονομικό πρωτόκολλο ή με το τέλος της πανδημίας ‒ η λαϊκή δυσανεξία, η αντίσταση προς το απεχθές ‒ και αφόρητα ταξικό ‒ πρόσωπό τους (επιμελώς συγκαλυμμένο πίσω από το ισχνό προσωπείο της «συναίνεσης») θα εκδηλωθεί, και ας είμαστε ακόμη στα αρχικά στάδια της διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, κομβικό συμβάν αποτέλεσε η πρόταση του ΚΚΕ προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης για κοινή δράση απέναντι στον αντιδημοκρατικό κατήφορο. Η ενότητα όλων όσων, στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, κατανοούν αυτά που στις μέρες μας εξυφαίνονται, αποτελεί το πρώτο, εκ των ων ουκ άνευ, βήμα για την ανασύνταξη της κοινωνίας. Ο δρόμος είναι μακρύς και η πολιτική διακύβευση μέγιστη. Ως τότε, ο απολύτως γυμνός βασιλιάς έχει δίκιο να ανησυχεί…