Παναγιώτης Βλάχος: «Γιατί η Ν.Δ. αποφεύγει τον διάλογο»

Άρθρο του Παναγιώτη Βλάχου, Γραμματέα Επικοινωνίας του Κινήματος Αλλαγής στο

Γιατί η ΝΔ αποφεύγει τον διάλογο

Στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς κατέρρευσε – ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, ισοπεδώνοντας πρόσωπα, μνήμες και έργα. Όποια κυβέρνηση και αν ψήφισαν, η λιτότητα έβρισκε τρόπο να σβήνει τα άρθρα και τους νόμους που θα καταργούσαν τα μνημόνια, όπως υπόσχονταν σε πλατείες και Ζάππεια οι κύριοι Σαμαράς, Μητσοτάκης και Τσίπρας. Το κέντρο λήψης αποφάσεων μεταφέρθηκε από τα εθνικά Κοινοβούλια στην Τρόικα με τις ευλογίες του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Ο διάλογος κράτους-εργοδοτών-εργαζομένων μπήκε στο ψυγείο, η δημόσια διαβούλευση καταργήθηκε στην πράξη από Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τροπολογίες, η δημόσια περιουσία δεσμεύθηκε για έναν αιώνα σε μια νύχτα, χωρίς να ερωτηθεί κανείς.

Η πανδημία εμφανίστηκε τη στιγμή που όλοι ήλπιζαν σε μια επανεκκίνηση, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις που μπορεί να έχει ο καθένας. Μπορεί η Νέα Δημοκρατία να καλλιέργησε φρούδες ελπίδες για αναπτυξιακά ελατήρια και επίγειους μεταρρυθμιστικούς παράδεισους, αλλά τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η προσφυγική κρίση και τελικά ο κορωνοϊός παρέπεμψαν την αισιοδοξία στο μέλλον. Η ανασφάλεια, η ανησυχία, η αβεβαιότητα για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους πλέον αυξάνεται γεωμετρικά.

Είχαμε επισημάνει ξανά από αυτήν τη στήλη ότι η πανδημία μεγεθύνει προϋπάρχουσες τάσεις και απειλεί να μονιμοποιήσει καταχρηστικές λογικές για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τη λειτουργία της δημοκρατίας, την θέση των ευάλωτων ομάδων, τη λειτουργία της οικονομίας. Ότι ακόμη και εκεί που υπάρχουν αντίβαρα στην τάση κάθε Κυβέρνησης να ελέγξει όλο και περισσότερο τους θεσμούς, την ενημέρωση, την ιδιωτική ζωή των πολιτών, οι πειρασμοί είναι τόσο ισχυροί όσο και οι ιδεολογικές καταβολές.

Η Νέα Δημοκρατία δεν αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα. Μέσα στην πανδημία, εισήγαγε και ψήφισε νόμο για την εκπαίδευση, χωρίς ουσιαστική συζήτηση με την εκπαιδευτική κοινότητα, τους γονείς και τους μαθητές. Δημιούργησε προγράμματα επιδότησης της εργασίας περιορισμένης διάρκειας και χωρίς εγγυήσεις για τους εργαζόμενους, ενώ προηγουμένως έδωσε στους εργοδότες το δικαίωμα  με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του κ. Βρούτση, να απασχολούν τους εργαζομένους για τις μισές ημέρες του μήνα (“μισός μισθός – μισή δουλειά”). Παρά την γενικευμένη κατακραυγή, επιμένει να μην δίνει στη δημοσιότητα πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν και ποια μέσα ενημέρωσης επιδοτήθηκαν για την καμπάνια ενημέρωσης για τον κορωνοϊό. Στα εθνικά θέματα επιλέγει να προχωρά μόνη, χωρίς να χτίζει εθνικό μέτωπο απέναντι στις υβριδικές απειλές της Τουρκίας, εκθέτοντας τη χώρα με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, όπως πχ με την απροκάλυπτη στήριξη στον Χαφτάρ. Στήριξε τον “μεγάλο περίπατο” του δήμου Αθηναίων χωρίς να προετοιμάσει τους πολίτες, τους επιχειρηματίες, τους εργαζόμενους, τους οδηγούς, τα μέσα μεταφοράς για τις μεγάλες αλλαγές που έφερε στην καθημερινότητά τους στο κέντρο της Αθήνας. Και τώρα έρχεται να δώσει μαθήματα αντιδημοκρατικής νοοτροπίας, εισάγοντας στη Βουλή σχέδιο νόμου για τη ρύθμιση των διαδηλώσεων, χωρίς προηγουμένως να συζητήσει με τους κοινωνικούς φορείς και την Κοινωνία των Πολιτών για ένα τόσο ευαίσθητο, σύνθετο και φορτισμένο ζήτημα.

Δεν θα κουραστούμε να θυμίζουμε ότι όταν η χώρα κατέρρεε φορτωμένη από τα χρέη και τα ελλείμματα, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ψήφιζαν την Διαύγεια, το opengov, την δημόσια διαβούλευση, την καλή νομοθέτηση, ενίσχυαν τον ΑΣΕΠ, αποκέντρωναν το κράτος, έδιναν κύρος στον Συνήγορο του Πολίτη. Δεν μένουμε όμως μόνο εκεί. Η δημοκρατία ζητά διαρκώς οξυγόνο, η δημόσια ζωή λογοδοσία, η πολιτική ζωή διαφάνεια, ιδιαίτερα μετά από όσα αποκαλύπτονται τις τελευταίες ημέρες εντός και εκτός Δικαιοσύνης. Ο κοινωνικός διάλογος λειαίνει τις εντάσεις και δημιουργεί κοινούς προορισμούς. Μετά από 10 χρόνια κρίσης και μια πανδημία να απειλεί ότι θα φέρει μια νέα, ίσως και πιο επώδυνη ύφεση, το αίτημα δεν μπορεί παρά να είναι περισσότερη συζήτηση, λογοδοσία και κατανόηση. Το “αποφασίζω και διατάζω” στις πλάτες μιας φοβισμένης κοινωνίας είναι λυπηρό δείγμα της αλαζονείας, της οπισθοδρομικής και κλειστής κουλτούρας διακυβέρνησης της Δεξιάς.


Πηγή