Άρθρο του Μιχάλη Κατρίνη στην εφημερίδα «Τα ΝΕΑ»:
Απέναντι στον αυταρχισμό και τη δημαγωγία
Διαδηλώσεις, ένας δύσκολος κόμπος. Από τη μια, το δημοκρατικό δικαίωμα στη διαμαρτυρία, από την άλλη η επιβάρυνση στην καθημερινότητα των πολιτών. Σοβαρά ζητήματα και τα δύο. Ωστόσο, η συζήτηση στο σχέδιο νόμου περί των διαδηλώσεων περιορίζεται σε κορόνες και εύκολες συνηγορίες ή καταγγελίες. Έχουμε ένα νομοσχέδιο, το οποίο στην ουσία του, ακόμα και αν δεχθούμε ότι έχει καλές προθέσεις, δημιουργεί τεράστια ζητήματα δημοκρατίας. Μπορεί η αστυνομία να αναγορεύεται σε έσχατο κριτή; Πώς «θα είναι στη διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας» να αποφασίσει αν μια εκδήλωση διαμαρτυρίας μπορεί να πραγματοποιηθεί ή όχι; Θα κρίνει ο αστυνομικός διευθυντής αν τα αιτήματα των διαδηλωτών έχουν αξία ή όχι; Ποιος έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει σε κάποιο συμπολίτη μας να διαμαρτυρηθεί;
Για τη φράση του κ.Χρυσοχοΐδη σχετικά με «διαδηλώσεις των 50 ατόμων», αναρωτιέμαι το κριτήριο με το οποίο ο εκάστοτε υπεύθυνος θα αποφασίζει, για παράδειγμα, ότι έχει λιγότερη αξία μια διαμαρτυρία 50 άδικα ή παράνομα απολυμένων από την πορεία 500 αναρχικών που απαιτούν την αποφυλάκιση κάποιου κρατουμένου. Μια οργανωμένη συνδικαλιστική πορεία του ΠΑΜΕ των 10.000 ατόμων έχει άραγε μεγαλύτερη βαρύτητα από τους 200 κατοίκους που εναντιώνονται σε ένα ΧΥΤΑ; Και ας μην το ξεχνάμε, Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα και το κέντρο της. Η λογική «πονάει δόντι, κόβει κεφάλι» δεν μας εκφράζει. Ας ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα, όπου χρειάζεται, και όχι μια κατασταλτική θεσμική λογική.
Παρ’όλα αυτά, η ρητορική του Υπουργού και της κυβέρνησης είναι ότι ο νόμος θα περάσει ακόμα και χωρίς συναίνεση. Ουσιαστικά, χωρίς συζήτηση. Γιατί η κυβέρνηση πρέπει να ικανοποιήσει το δεξιό ακροατήριο της. Οφείλει να δημιουργήσει τίτλους για πυγμή και αποφασιστικότητα. Ο νόμος αυτός θα αγγίξει μόνο τους νομοταγείς πολίτες που θέλουν να διαδηλώσουν (οι «μπαχαλάκηδες» δεν θα εφαρμόσουν το νόμο ούτως ή άλλως). Θα πλήξει το δημοκρατικό δικαίωμα στη συνάθροιση και τη διαμαρτυρία. Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για την κυβέρνηση. Της αρκεί το επικοινωνιακό παιχνίδι.
Στη δίνη αυτού του επικοινωνιακού παιχνιδιού πέφτει και το «αντίπαλο δέος». Ο ΣΥΡΙΖΑ, σπασμωδικά, και για να συσπειρώσει το αντισυστημικό ακροατήριο, εναντιώνεται σε κάθε είδους αλλαγή – ανάμεσα στα άλλα και για τις διαδηλώσεις. Με φρασεολογία επαναστατικής αριστεράς άλλων δεκαετιών, αλλά νωπή την κυβερνητική του πρακτική, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να συναγωνιστεί το ΚΚΕ (όπως άλλωστε γινόταν για πολλά χρόνια) και στην πλειοδοσία διαμαρτυρίας.
Το Κίνημα Αλλαγής δεν ενδίδει σε εύκολες και δημαγωγικές λογικές που είτε πλήττουν τα δημοκρατικά δικαιώματα ή αδιαφορούν δημαγωγικά για την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και προτείνει. Θεωρεί ορθή την κατεύθυνση να γίνουν ρυθμίσεις στις διαδηλώσεις (αξιοποιώντας και την ευρωπαϊκή εμπειρία), όπως για παράδειγμα να μην κλείνουν οι δρόμοι για πορείες των 300 ή 500 ατόμων. Και, ταυτόχρονα, αποστρέφεται την αντιδημοκρατική ακρότητα της κατά το δοκούν απαγόρευσης της διαμαρτυρίας.
Για άλλη μια φορά στη δημοκρατική παράταξη αναλογεί η ιστορική ευθύνη: της υπεύθυνης αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό και το Κίνημα Αλλαγής υψώνει τη φωνή του και την ενώνει με αυτή των προοδευτικών πολιτών που παρακολουθούν αμήχανοι σκιαμαχίες άνευ περιεχομένου.
Η σιωπηρή πλειοψηφία των προοδευτικών πολιτών ‘’διαδηλώνει’’ με τη στάση της. Για τη δημοκρατική παράταξη υπάρχει ηθικό και πολιτικό χρέος να εκφράσει και πάλι αυτή την κοινωνική πλειοψηφία.