Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου.
Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957).
Εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως και το 1973. Διετέλεσε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη (κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών).
Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα:
«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα».
Σήμερα η ελληνική λογοτεχνία αποχαιρετά μια σπουδαία ποιήτρια. Την ποιήτρια Κική Δημουλά. Με τη γραφή της μετουσίωσε τις αφανείς στιγμές της καθημερινότητας, της “απλής” ζωής, σε σπαραχτική ανησυχία και άφησε έντονο αποτύπωμα στα ελληνικά γράμματα με τον προσωπικό της τρόπο γραφής, επηρεάζοντας δραστικά τις νεότερες γενιές ποιητών. Μία λογοτέχνης, που με το ήθος της και την αξία της γραφής της, επάξια κατέκτησε την ιδιότητα της Ακαδημαϊκού και αγαπήθηκε από τους Έλληνες πολίτες, που στους στίχους της διάβαζαν στιγμές της δικής τους καθημερινότητας, της δικής τους ζωής.
Καλό της ταξίδι…