1 Μαΐου 2011, γενική απεργία. Ο Γιάννης Καυκάς, στα 31 του, ψυχολόγος και φωτογράφος, διαδηλώνει κρατώντας το πανό της συνέλευσης Αντίστασης και Αλληλεγγύης Κυψέλης και Πατησίων. Η αστυνομία είχε περικυκλώσει ασφυκτικά τους διαδηλωτές.
Εντελώς απρόκλητα εξαπολύει επίθεση εναντίον τους. Γίνεται μακελειό, οι κρανοφόροι χτυπούν ανηλεώς, πετάνε ασταμάτητα κρότου-λάμψης και ψεκάζουν εξ επαφής με χημικά. Μέσα στο χάος ένας ΜΑΤατζής χτυπάει τον Καυκά με τον πυροσβεστήρα του στο κεφάλι. Φυσικά… ο ένοχος δεν εντοπίστηκε ποτέ και ο ποινικός φάκελος έχει κλείσει, ο Καυκάς όμως προχωρά σε διοικητικό δικαστήριο, διεκδικώντας να αναγνωριστεί η ευθύνη του κράτους έστω με το να καταβάλει αποζημίωση.
Αποφάσισε να μιλήσει στην Εφημερίδα των Συντακτών γιατί «βλέπω πάλι να ανοίγουν τα κεφάλια των ανθρώπων κι αν αυτή η συνέντευξη μπορεί να συμβάλει, θέλω να μάθουν όλοι αυτή την ιστορία». Η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο:
«Γίνεται μύλος κι εγώ φωνάζω “Ψυχραιμία”. Οι μπάτσοι χτυπάνε σαν να είχαν αποφασίσει να σκοτώσουν. Από παντού ο κόσμος πατιέται, πολλοί πέφτουν πάνω μου. Με χτυπούν παντού και μετά αρχίζουν τα χτυπήματα στο κεφάλι. Είναι μια αίσθηση ότι διαλύεσαι, ότι γίνεσαι χίλια κομμάτια.
Έβαλα στόχο να διασχίσω τον δρόμο. Συνειδητοποιώ ότι έχω γεμίσει αίματα. Μια κοπέλα -άγνωστή μου μέχρι τότε- μου λέει «Μη φοβάσαι, θα πάμε μαζί» – είναι το πιο ωραίο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ. Με πάει σε ένα φαρμακείο. Ο φαρμακοποιός μου δίνει χαρτί και λίγο νερό και κλείνει την πόρτα. Βρίσκεται ένας γιατρός. Με εξετάζει και λέει «δεν είναι καλά το παιδί, μην τον αφήσετε να χάσει τις αισθήσεις του».
Χάνομαι, χάνομαι και προσπαθώ απλά να κρατηθώ. Έχω ανισοκορία, το εσωτερικό αιμάτωμα πιέζει το οπτικό νεύρο. Αιμορραγώ από το αυτί. Δεν μπορώ να περπατήσω. Θυμάμαι ό,τι μου προκάλεσε συναισθηματική ένταση: ο γιατρός που λέει «δεν έχει χρόνο, δεν είναι καλά το παιδί» κι αυτό με τρομάζει, αλλά μου δημιουργεί και ταυτόχρονα εγρήγορση, η διμοιρία που περνάει και με προσβάλλει, «πάρτε τον τώρα, βάλτε του ραμματάκια».
Φτάνουμε στο νοσοκομείο σε 11 μόλις λεπτά. Μου κόβουν την μπλούζα με το ψαλίδι, με βάζουν στον αξονικό. Δεν έχω αίσθηση του σώματός μου, είμαι σαν ένα κομμάτι κρέας. Με πιάνει τρόμος. Πέφτω σε κώμα.
Ξύπνησα μετά 10 μέρες. Έχω τραχειοτομή και δεν μπορώ να μιλήσω. Το πρώτο πράγμα που γράφω στους δικούς μου είναι «με χτύπησαν με πυροσβεστήρα». Το πρώτο ιατρικό ανακοινωθέν αναφέρει: «ο ασθενής εισήχθη σε προθανάτια κατάσταση».
Οι γιατροί εντοπίζουν τουλάχιστον δύο σημεία χτυπημένα από «βαρύ αμβλύ όργανο». Πλησιάζουν τους φίλους μου και τους λένε «στηρίξτε την οικογένεια γιατί δεν θα πάνε καλά τα πράγματα». Αυτό που έκανε ο γιατρός μου ο Παπανικολάου θεωρήθηκε ένα μικρό θαύμα.
Νοσηλεύτηκα 20 μέρες. Η τραχειοστομία έκλεισε αφού βγήκα. Είχα απομείνει 68 κιλά. Έπρεπε να δούμε τι κουσούρι θα έμενε. Σταδιακά επανέρχεται η ομιλία, η κίνηση, η μνήμη, έχω μια ελαφριά παράλυση στην αριστερή μεριά λόγω του χτυπήματος από δεξιά. Με ένα κεφάλι πρησμένο, η δύναμή μου έφτανε ίσα για να κάνω μια βόλτα στο πάρκο υποβασταζόμενος. Έπαιρνα φάρμακα για δύο χρόνια.
Επί έναν χρόνο κάθε πρωί ένιωθα ότι κάποιος με διαλύει. Είναι βαρύ πράγμα να ξέρεις πώς είναι να πεθαίνεις. Πέρασα όλο το καλοκαίρι με κόσμο στο σπίτι των γονιών μου. Δεν με άφηναν στιγμή μόνο μου γιατί έκλαιγα σπαρακτικά. Όταν τον Νοέμβρη – εξαιρετικά σύντομα και χωρίς όλες μου τις δυνάμεις – γύρισα σπίτι μόνος μου, το σκοτάδι ήταν βαρύ. Αλλά δεν ένιωθα μόνος μου, είχα ανθρώπους γύρω μου. Αυτό έσωσε την ψυχική μου υγεία: η αλληλεγγύη κι η αγάπη.
Μου πήρε χρόνια να ξεπεράσω την αίσθηση πως κάποιος πήγε να μου επιβληθεί έτσι. Ευτυχώς είχα ένα νοητικό σχήμα όπου μπορούσα να εντάξω όλο αυτό που μου συνέβη. Ήξερα γιατί βγήκα στον δρόμο, ποιους είχα δίπλα μου και ποιους απέναντι. Παρ’ όλα αυτά το «γιατί;» -όχι το λογικό, αλλά το υπαρξιακό «γιατί κάποιος προσπαθεί να με σκοτώσει έτσι»- παραμένει.
Γιατί κάποιος βλέπει έναν άνθρωπο πλήρως ακίνδυνο κι επιλέγει να τον τσακίσει; Και πώς αυτός ο άνθρωπος πήγε μετά σπίτι του, έφαγε το φαγητό του, πήδηξε τη γυναίκα του και την επομένη, σαν να μην έγινε τίποτα, επέστρεψε στη δουλειά του; Αυτό δεν καταπίνεται, χρειάζεσαι έναν πολιτικό τρόπο σκέψης να το εντάξεις: αυτός κι εγώ αντιπροσωπεύουμε δύο κόσμους σε σύγκρουση.
Η ανάρρωση είναι μια διαρκής διαδικασία. Μπορώ να πω ότι επανήλθα πλήρως μόλις πριν από λίγες μέρες, όταν διαδήλωσα ξανά κρατώντας πανό στην εργατική πορεία με τα Σωματεία Βάσης. Όλα αυτά τα χρόνια κατεβαίνω στις συγκεντρώσεις και κάθε φορά προσπαθώ να κάνω δύο βήματα παραπάνω. Τώρα που μου βγήκε ολόκληρο, ένιωσα ότι έκανα τον γύρο του θριάμβου. Όλο αυτό είναι κομμάτι τού να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Δεν θέλω να μου έχουν πάρει κάτι. Αν πριν είχα έναν λόγο να κατεβαίνω, τώρα έχω 100.
Το αίμα χύθηκε και δεν μαζεύεται. Δεν ζω με φόβο, ούτε με μίσος. Το μίσος μου είναι ταξικό, πηγάζει από τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Ζω με τη φράση που είπε εκείνη η κοπέλα: «Μη φοβάσαι, θα πάμε μαζί». Είναι λυτρωτικό, δεν περιλαμβάνει καμιά υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά τη δέσμευση πως ό,τι κι αν γίνει θα πάμε μαζί. Αυτοί που με χτύπησαν ήταν άνθρωποι, αλλά μέσα στην κόλαση και τη σφαγή, ένας άλλος άνθρωπος με αυταπάρνηση στάθηκε με ρίσκο δίπλα μου».
*Πηγή: efsyn.gr