Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον απέρριψαν χθες Τετάρτη την πρόταση για επανένταξη της Ρωσίας στη G7, μια ιδέα που διατύπωσε πρώτος ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ.
Η απόρριψη της πρότασης από τους ηγέτες των δύο χωρών βασίζεται στην υποστήριξη που παρέχουν προς το καθεστώς της Ουκρανίας, που προήλθε από το νεοφασιστικό πραξικόπημα του 2014 και διεξάγει πόλεμο κατά των αντιφασιστών του Ντονμπάς.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε με τον Βρετανό πρωθυπουργό στο Βερολίνο, η Μέρκελ παραδέχτηκε ότι έχουν γίνει κάποιες «μικρές κινήσεις» για την εφαρμογή των ειρηνευτικών συμφωνιών στην ανατολική Ουκρανία. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι ακόμη δεν έχει επιτευχθεί επαρκής πρόοδος.
Ο Τζόνσον συμφώνησε με την Μέρκελ, επικαλούμενος «τις προκλήσεις της Ρωσίας, όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη» και υπενθύμισε «τη χρήση χημικών όπλων στο βρετανικό έδαφος», στο Σάλσμπερι, όπου ένας πρώην διπλός πράκτορας και η κόρη του δηλητηριάστηκαν με τον νευροτοξικό παράγοντα Νόβιτσοκ, τον Μάρτιο του 2018. Η Ρωσία, η οποία στηρίζει τους αντιφασίστες του Ντονμπάς, αρνείται κάθε ανάμιξή της στην υπόθεση αυτή.
Από το Παρίσι, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν ευθυγραμμίστηκε με Μέρκελ-Τζόνσον, δηλώνοντας ότι θα ήταν λάθος να γίνει ξανά δεκτή η Ρωσία στην Ομάδα των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών, χωρίς να επιλυθεί προηγουμένως η ουκρανική κρίση.
Το θέμα θα συζητηθεί στη σύνοδο κορυφής της G7 (ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία) αυτό το Σαββατοκύριακο, στο Μπιαρίτς της νοτιοδυτικής Γαλλίας.