Η επόμενη μέρα μετά την έκρηξη στον εμπορικό πόλεμο & η αλήθεια των αριθμών

Οι πρόεδροι που μαλώνουν, Ντόναλντ Τραμπ και Σι Ζινπίνγκ (AP Photo/Susan Walsh)

Ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Κίνα κλιμακώθηκε σε άνευ προηγουμένου επίπεδα χθες, αναζωπυρώνοντας ανησυχίες για την προοπτική της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία βρίσκεται στην «καρδιά» των συζητήσεων στην σύνοδο κορυφής του G7 το Σαββατοκύριακο.
Οι δύο υπερδυνάμεις «αιμορράγησαν» δίχως να είναι σαφές ότι οποιαδήποτε από τις δύο μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες παρατεταμένης σύγκρουσης, και ο Ντόναλντ Τραμπ πήρε μία πρώτη απάντηση στον εμφύλιό του με την Fed.
Τι συνέβη;
Σε ένα «εκρηκτικό» οκτάωρο το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει δασμούς 5 και 10% σε αμερικανικές εξαγωγές ετήσιας αξίας 75 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως αντίποινα για προηγούμενη αντίστοιχη εξαγγελία των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον αντέδρασε αυξάνοντας κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες τους υφιστάμενους και σχεδιαζόμενους δασμούς σε κινεζικά αγαθά συνολικής αξίας 550 δισεκ. δολαρίων.
Αυτό σημαίνει πως οι φόροι εισαγωγής που ήδη έχει επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ σε κινεζικά προϊόντα αξίας 250 δισεκ. δολαρίων θα αυξηθούν στο 30% από την 1η Οκτωβρίου. Ο συντελεστής για ακόμα 300 δισεκ. αγαθών που είναι προγραμματισμένο να υποστούν δασμούς σε δύο στάδια, στις 1 Σεπτεμβρίου και 15 Δεκεμβρίου, θα διαμορφωθεί στο 15%.
Στην αντίπερα όχθη του Ειρηνικού Ωκεανού, τα κινεζικά τέλη αγγίζουν για πρώτη φορά τις αμερικανικές εξαγωγές πετρελαίου, προκαλώντας φόβους για ευρύτερες αλλαγές στο παγκόσμιο εμπόριο ενέργειας, ειδικά σε μία συγκυρία όπου η τιμή του αργού υποχωρεί λόγω φόβων για επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Το Πεκίνο αύξησε επίσης τις χρεώσεις στην εισαγωγή σόγιας, που αποτελεί κρίσιμη πηγή εισοδήματος για τον αμερικανικό αγροτικό κλάδο. Η σόγια συνιστά πολιτικό «βαρίδι» για τον πρόεδρο Τραμπ ενόψει των εκλογών του 2020, όταν θα διεκδικήσει δεύτερη τετραετή θητεία.
Ο κ. Τραμπ είχε ανεβάσει τους τόνους προτού καν ανακοινωθούν οι αυξημένοι αμερικανικοί δασμοί, γράφοντας στο Twitter ότι «διατάσσει» τις αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις, όπως επαναφορά εργοστασίων στις ΗΠΑ. «Δεν χρειαζόμαστε την Κίνα και, ειλικρινά, θα είμαστε καλύτερα χωρίς αυτούς», προσέθεσε.

Ο Ντόναλντ Τραμπ «ξεσπάθωσε» πριν αναχωρήσει για το G7 (AP Photo/Alex Brandon)
Στην πραγματικότητα ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί να δώσει τέτοιες οριζόντιες εντολές στον ιδιωτικό τομέα, όμως έχει την δυνατότητα να απαγορεύσει δοσοληψίες με συγκεκριμένες εταιρείες (όπως η Huawei) και γενικότερα να επιδεινώσει το εμπορικό περιβάλλον.
Σε κάθε περίπτωση μεγάλοι φορείς της αμερικανικής επιχειρηματικότητας δεν ενστερνίστηκαν την επιθετική γραμμή της κυβέρνησης. «Ο πρόεδρος Τραμπ μπορεί να είναι εκνευρισμένος με την Κίνα όμως η απάντηση δεν είναι οι εταιρείες των ΗΠΑ να αγνοήσουν μία αγορά με 1,4 δισεκατομμύρια καταναλωτές» έγραψε στο Twitter o Μάιρον Μπρίλιαντ, αντιπρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου και υπεύθυνος για διεθνείς σχέσεις.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε η Εθνική Συνομοσπονδία Λιανεμπορίου. «Είναι αδύνατο για επιχειρήσεις να καταστρώσουν σχέδια για το μέλλον σε αυτού του τύπου το περιβάλλον», ανακοίνωσε ο αντιπρόεδρός της Ντέιβιντ Φρεντς. «Η προσέγγιση [που έχει υιοθετήσει] η κυβέρνηση ξεκάθαρα δεν λειτουργεί […] Πού τελειώνει αυτό;».

AP Photo/Richard Drew
Οι τρεις μεγάλοι δείκτες στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέγραψαν μεγάλες ζημίες, ειδικά μετά τα τιτιβίσματα του κ. Τραμπ. Ο Dow Jones έκλεισε την συνεδρίαση με πτώση 2,37%, οι τελικές απώλειες του Nasdaq ήταν 3% ενώ ο S&P 500 υποχώρησε κατά 2,59%. Είχαν προηγηθεί πτώσεις στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές.
Αλλαγή τόνου και ο εμφύλιος με την Fed
Η χθεσινή κλιμάκωση διακρίθηκε από τον έντονα επιθετικό τόνο της Ουάσιγκτον, υποδεικνύοντας ότι στην παρούσα φάση τα «γεράκια» κυριαρχούν σε ό,τι αφορά την χάραξη της αμερικανικής εμπορικής πολιτικής. Άλλωστε οι κινεζικοί δασμοί ήταν αναμενόμενοι μετά την προγενέστερη εξαγγελία Τραμπ για τους επικείμενους φόρους στα αγαθά αξίας 300 δισεκ. δολαρίων.
Σε ξεκάθαρη σκλήρυνση της γραμμής σε σχέση με προηγούμενα επεισόδια στην εμπορική διαμάχη, ο κ. Τραμπ φάνηκε να αποκαλεί τον κινέζο ομόλογό του Σι Ζινπίνγκ «εχθρό» των Ηνωμένων Πολιτειών, μολονότι στο παρελθόν είχε προσπαθήσει να καλλιεργήσει την αίσθηση ότι τους συνδέει αμοιβαία φιλία.
Ωστόσο, κύριος στόχος του κ. Τραμπ ήταν για μία ακόμα φορά ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Τζέι Πάουελ. Ο πρόεδρος διερωτήθηκε δημοσίως στο Twitter εάν ο πρόεδρος της Fed είναι μεγαλύτερος «εχθρός» από τον κ. Σι. Στην συνέχεια δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι δεν θα εμπόδιζε τον κ. Πάουελ να παραιτηθεί, μολονότι ο ίδιος τον διόρισε και η θητεία του λήγει το 2022.
Ο κ. Τραμπ έχει επανειλημμένα εκφράσει την ενόχλησή του με την άρνηση της Fed να χαμηλώσει κατά πολύ το βασικό επιτόκιό της ώστε να τονώσει την αμερικανική οικονομία. Επέστρεψε σε αυτή την κριτική χθες, μετά την επιβολή των κινεζικών δασμών και την άρνηση του κ. Πάουελ να προαναγγείλει χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής κατά το ετήσιο συμπόσιο της Fed στο Τζάκσον Χολ.
«Ως συνήθως η Fed δεν έκανε ΤΙΠΟΤΑ» έγραψε στον καταιγισμό τιτιβισμάτων του ο πρόεδρος. «Έχουμε ένα πολύ δυνατό δολάριο και μία πολύ αδύναμη Fed, θα εργαστώ ‘υπέροχα’ με αμφότερα».

As usual, the Fed did NOTHING! It is incredible that they can “speak” without knowing or asking what I am doing, which will be announced shortly. We have a very strong dollar and a very weak Fed. I will work “brilliantly” with both, and the U.S. will do great…

— Donald J. Trump (@realDonaldTrump) August 23, 2019

Στην ομιλία του στο Τζάκσον Χολ ο κ. Πάουελ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μείωσης του βασικού επιτοκίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ώστε να προστατευθεί η οικονομία από αρνητικές εξελίξεις στο εμπόριο. Όμως δεν δεσμεύτηκε για βαθιές μειώσεις και άφησε να εννοηθεί ότι η Fed ούτε μπορεί ούτε είναι αρμόδια να λύσει τα προβλήματα που προκαλούν οι επιλογές του κ. Τραμπ.
«Ο καθορισμός της εμπορικής πολιτικής είναι δουλειά του Κογκρέσου και της κυβέρνησης, όχι της Fed» είπε αιχμηρά. «Η νομισματική πολιτική είναι ισχυρό εργαλείο που λειτουργεί για την στήριξη της κατανάλωσης, των ιδιωτικών επενδύσεων και της εμπιστοσύνης του κοινού, δεν μπορεί να παράσχει ένα διευθετημένο βιβλίο κανόνων για το παγκόσμιο εμπόριο».
Υπάρχουν εύκολες απαντήσεις;
Πέρα από την «σκόνη» της χθεσινής ημέρας, τα πιο σημαντικά ερωτήματα αφορούν το μέλλον, και τι σημαίνει η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον πλανήτη.
Για τον κ. Τραμπ η αναζωπύρωση της έντασης με το Πεκίνο έρχεται εν μέσω επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης και φόβων για πιθανή ύφεση, την στιγμή που η οικονομία είναι το πιο δυνατό του χαρτί στην προεκλογική περίοδο.
Το τελευταίο διάστημα η αμερικανική ανάπτυξη στηρίζεται πρωτίστως στην ιδιωτική κατανάλωση παρά στις επενδύσεις ή στην μεταποίηση. Εάν τα νοικοκυριά συνεχίσουν να δαπανούν οι ΗΠΑ δεν κινδυνεύουν με ύφεση, όμως η εικόνα μπορεί να αλλάξει άρδην σε περίπτωση που οι δασμοί οδηγήσουν σε απώλεια θέσεων εργασίας και συνεπώς επηρεάσουν τα πορτοφόλια των νοικοκυριών.
Το παράδοξο είναι ότι ο πρόεδρος, πέραν των πιέσεων στην Fed, έχει παραδεχτεί ότι έχει εξετάσει νέα δέσμη φοροελαφρύνσεων για την ενίσχυση της οικονομίας, αλλά την ίδια στιγμή υποστηρίζει πως όλα πηγαίνουν θαυμάσια.
Άδειες φαρέτρες;
Το βαθύτερο ζήτημα είναι ότι εάν η ανάπτυξη αγκομαχήσει επικίνδυνα (ήταν 3,1% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο αλλά υποχώρησε απότομα στο 2,1% το δεύτερο) οι ΗΠΑ δεν έχουν μεγάλο «οπλοστάσιο» αντιμέτρων για να εμφυσήσουν γρήγορα νέα δυναμική στην οικονομία.
Παραδοσιακά όταν υπάρχει ανησυχία για ύφεση ή πολύ χαμηλή ανάπτυξη η Fed μειώνει το βασικό επιτόκιό της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται ο φθηνός δανεισμός προς την πραγματική οικονομία και ενθαρρύνονται η κατανάλωση και οι επενδύσεις.
Όμως το επιτόκιο της Fed ήδη βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, 2 έως 2,25%, που σημαίνει ότι δεν έχει μεγάλα περιθώρια νομισματικής χαλάρωσης ώστε να προστατεύσει την οικονομία. Στόχος της Fed ήταν να έχει ανεβάσει το επιτόκιό της προς το 3%, όμως η αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα έχει αναστείλει και αναστρέψει την ανοδική πορεία το τελευταίο έτος.

Ο Τζέι Πάουελ (AP Photo/Kiichiro Sato)
Μία άλλη οδός προφύλαξης της οικονομίας είναι η περικοπή φόρων και η αύξηση των δημόσιων δαπανών, ωστόσο ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός ήδη βρίσκεται βαθιά στο κόκκινο, το δημόσιο χρέος διογκώνεται συνεχώς και το Κογκρέσο είναι διχασμένο.
Τον Ιούλιο το έλλειμμα ήταν αυξημένο κατά 27% σε σχέση με πέρυσι και το ακομμάτιστο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμά πως στο τέλος του οικονομικού έτους η «τρύπα» θα ανέλθει στα 960 δισεκατομμύρια δολάρια. Το μέλλον δεν προδιαγράφεται καλύτερο: Το Γραφείο έχει προειδοποιήσει ότι με τα σημερινά δεδομένα την επόμενη δεκαετία το ετήσιο έλλειμμα θα είναι κατά μέσο όρο 4,7% του ΑΕΠ, «φουσκώνοντας» το χρέος κατά 12,2 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Total Deficits and Surpluses
Πηγή: Γραφείο Προϋπολογισμού Κογκρέσου
Οι υφέσεις ούτως ή άλλως χτυπούν τον προϋπολογισμό διότι τα φορολογικά έσοδα μειώνονται ενώ οι δαπάνες για κοινωνικά προγράμματα, όπως το επίδομα ανεργίας, αυξάνονται. Υπό την σκιά τόσο μεγάλων ελλειμμάτων είναι άκρως αμφίβολο ότι η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να λειτουργήσει ως αναπτυξιακό όπλο.
Όσον αφορά την Κίνα, για την οποία διαθέτουμε λιγότερα στοιχεία, η μεγαλύτερη απειλή είναι το ενδεχόμενο μαζικής φυγής ξένων επιχειρήσεων προς χώρες όπως το Βιετνάμ, η Καμπότζη και η Ταϊβάν. Η κεντρική τράπεζα έχει ήδη επιτρέψει ελαφρά αποδυνάμωση του νομίσματος, του γουάν, ώστε οι κινεζικές εξαγωγές να παραμείνουν ανταγωνιστικές, όμως σε περίπτωση βαθιάς κρίσης η υποτίμηση μπορεί να αποδειχτεί ανεπαρκής.
Το στοίχημα της κινεζικής ηγεσίας αυτή την στιγμή φαντάζει να είναι ότι θα αντέξει την σύγκρουση με τις ΗΠΑ μεσοπρόθεσμα κι ότι ο κ. Τραμπ δεν θα κερδίσει στις κάλπες του 2020.


Πηγή