Σχεδόν διψήφιο προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου τόσο για τις ευρωεκλογές του Μαΐου όσο και για τις εθνικές εκλογές απολαμβάνει η Νέα Δημοκρατία έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την νεότερη δημοσκόπηση της Pulse για λογαριασμό του ΣΚΑΪ.
Στην αναγωγή επί των εγκύρων για την επόμενη Ευρωβουλή η ΝΔ συγκεντρώνει το 31%, ενώ η Κουμουνδούρου ακολουθεί εννέα μονάδες πίσω, αποσπώντας το 22%. Στην τρίτη θέση ισοδυναμούν η Χρυσή Αυγή και το Κίνημα Αλλαγής με 7,5%. Έπεται το ΚΚΕ με 5,5%.
Η εικόνα φαντάζει αρκετά τελική, καθώς περισσότεροι από οκτώ στους δέκα σημείωσαν πως είναι τουλάχιστον «αρκετά» βέβαιοι για την απόφασή τους. Όσο μεγαλύτερη η ηλικία τόσο πιο σίγουροι είναι ερωτηθέντες.
Παραπλήσια είναι η εικόνα όσον αφορά τις εθνικές εκλογές, όπου το πλεονέκτημα της ΝΔ ανέρχεται σε 9,5 μονάδες, αν και έχει περιοριστεί κατά μισή μονάδα σε σχέση με τις μετρήσεις του Μαρτίου. Πρόκειται για την πρώτη μονοψήφια διαφορά στις δημοσκοπήσεις της Pulse το τελευταίο εξάμηνο.
Συγκεκριμένα, η Νέα Δημοκρατία παραμένει στάσιμη στο 32,5% ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βελτιώνει την επίδοσή του κατά μισή μονάδα και «σκαρφαλώνει» στο 23%.
Στην αμφίρροπη μάχη για την τρίτη θέση το Κίνημα Αλλαγής προσπερνά την ΧΑ για πρώτη φορά από τον περσινό Νοέμβριο. Το κόμμα της Φώφης Γεννηματά κερδίζει το 8% στην πρόθεση ψήφου με αναγωγή στα έγκυρα, ενώ η παράταξη του Νίκου Μιχαλολιάκου βρίσκεται στο 7,5%.
Το ΚΚΕ συγκεντρώνει το 5,5%, ενώ σημαντικό είναι το μπλοκ των αναποφάσιστων, που υπολογίζεται στο 11,5%.
Κανένα άλλο κόμμα δεν μπαίνει στην Βουλή βάσει της δημοσκόπησης. Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου βρίσκεται πιο κοντά με 2,4% ενώ κανένα άλλο κόμμα δεν αγγίζει καν το δύο τοις εκατό.
Το πλεονέκτημα της ΝΔ αντανακλάται και στην παράσταση νίκης, όπου έξι στους δέκα προβλέπουν επικράτησή της στις επόμενες εθνικές εκλογές, 38 μονάδες πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το προβάδισμα ωστόσο έχει ψαλιδιστεί κατά δύο μονάδες συγκριτικά με τον Μάρτιο.
Σκανδαλολογία και παροχολογία
Από τις αρχές του έτους η κυβέρνηση έχει προβεί σε σειρά παροχών και έχει εστιάσει σε υποθέσεις διαφθοράς, ωστόσο η πλειονότητα των ψηφοφόρων δηλώνει πως η επιλογή της στην εθνική κάλπη δεν θα επηρεαστεί από αυτούς τους παράγοντες.
Το 64% απάντησε πως «μάλλον» ή «σίγουρα» δεν πρόκειται να επηρεαστεί από στοχευμένες παροχές, ενώ στον αντίποδα λιγότεροι από ένας στους τέσσερις ανέφεραν πως «σίγουρα» ή «μάλλον» θα επηρεαστούν.
Ακόμα και ανάμεσα στους πολίτες που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές, τον Σεπτέμβριο του 2015, περισσότεροι από τους μισούς (55%) δήλωσαν πως δεν θα λάβουν υπόψη τους τυχόν παροχές όταν θα ψηφίσουν για την επόμενη Βουλή.
Σε ό,τι αφορά τους αναποφάσιστους, το 46% ανέφερε πως δεν θα επηρεαστεί από παροχές ενώ το 29% σημείωσε πως θα τις συνεκτιμήσει στην ψήφο του.
Στο μέτωπο των υποθέσεων διαφθοράς όπου εμπλέκονται πολιτικοί το 53% δηλώνει πως δεν θα επηρεαστεί, έναντι 34% που αναφέρει πως θα λάβει υπόψη του τις καταγγελίες και την όλη συζήτηση.
Ακριβώς οι μισοί υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ είπαν ότι η ψήφος τους θα επηρεαστεί ενώ σχεδόν τρεις στους τέσσερις ψηφοφόρους της ΝΔ απάντησαν πως θα μείνουν ανεπηρέαστοι. Στο κρίσιμο μπλοκ των αναποφάσιστων όμως το 47% αναφέρει πως μάλλον ή σίγουρα θα λάβει υπόψη του το όλο θέμα της διαφθοράς, έναντι 31% που δίνει αρνητική απάντηση.
Η γκρίζα ζώνη
Δεδομένης της σημασίας των αναποφάσιστων, η συσπείρωση των δύο μεγάλων αναδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα.
Τα στοιχεία της Pulse καταδεικνύουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ βελτίωσε ελαφρά την συσπείρωσή του για δεύτερο συναπτό μήνα, όμως βρίσκεται στο 54%, σαφώς χαμηλότερα από το 83% της ΝΔ, η οποία επίσης βελτίωσε την επίδοσή της σε σχέση με τον Μάρτιο.
Ενδεικτικό είναι πως τρεις στους δέκα από τους ψηφοφόρους που δηλώνουν αναποφάσιστοί, δεν απαντούν ή επιλέγουν άκυρο/λευκό, προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το αντίστοιχο ποσοστό για την ΝΔ είναι 9%, δηλαδή ούτε ένας στους δέκα.
Στα υπόλοιπα κόμματα η διαρροή δεν υπερβαίνει τις πέντε μονάδες. Η χαμηλότερη διαρροή παρατηρείται στους κόλπους της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, με 3%.
Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε μεταξύ 18 – 20 Απριλίου σε πανελλαδικό δείγμα 1.010 ενηλίκων με δικαίωμα ψήφου. Το όριο του στατιστικού λάθους είναι ±3,1%.