Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι, τελικά, αδύνατο να έρθει σε επαφή με τα σύγχρονα ρεύματα σε οποιονδήποτε τομέα. Εξ αυτού του λόγου, όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις που επιχειρεί σε όλους, κυριολεκτικά, τους τομείς της οργάνωσης της κράτους, εκτός από το φορτίο των ιδεοληπτικών εμμονών που φέρουν, είναι παρωχημένες και αναποτελεσματικές από τη γέννησή τους.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα, αποτελεί το συζητούμενο στη Βουλή νομοσχέδιο για την οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Με το νομοσχέδιο αυτό, προωθείται ένα αποτυχημένο και αναχρονιστικό μοντέλο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, το οποίο όσες χώρες το εφάρμοσαν στο παρελθόν, φρόντισαν να το αλλάξουν και σε όσες υπάρχει ακόμη προωθούνται ήδη ριζικές αλλαγές του.
Οι συντάκτες του δεν αντιλαμβάνονται ότι οι ανάγκες υγείας της σημερινής κοινωνίας, είναι τελείως διαφορετικές από ότι ήταν 30 χρόνια πριν. Και ότι για να ικανοποιηθούν αποδοτικά οι νέες ανάγκες, απαιτείται ένα νέο μοντέλο παροχής υπηρεσιών που περιλαμβάνει νέες δομές οργάνωσης και διοίκησης, αλλά και νέα μέθοδο αποζημίωσης των παρεχομένων υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 52% του ελληνικού πληθυσμού πάσχει από κάποια χρόνια πάθηση και για την αντιμετώπιση παθήσεων αυτών, η χώρα δαπανά το 85% των συνολικών πόρων της υγείας. Η αντιμετώπισή τους, απαιτεί νέες δομές, κυρίαρχο χαρακτηριστικό των οποίων είναι η παροχή συντονισμένης φροντίδας από ομάδα ειδικών γιατρών με διαφορετικές ειδικότητες και τη λειτουργική σύνδεσή της με το νοσοκομείο. Η Ελλάδα έχει το προνόμιο να διαθέτει πολλούς ειδικούς γιατρούς που είναι, κυριολεκτικά, εθνικός πλούτος που το νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας δεν λαμβάνει υπόψη και προτιμά τη μετανάστευσή τους.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να φορτώσει, κυριολεκτικά, τα μεγάλα ζητήματα της πρόληψης και της προαγωγής υγείας των πολιτών καθώς και όλα τα άλλα προβλήματα υγείας του πληθυσμού, στον οικογενειακό γιατρό με ειδικότητα γενικής ιατρικής, τον οποίο, όμως μισθοδοτεί με ιδιαίτερα χαμηλές αμοιβές. Ταυτόχρονα, αναθέτει στον γιατρό αυτό την φροντίδα 2.000 ενηλίκων, γεγονός που συνεπάγεται δραματική μείωση της ποιότητας στις παρεχόμενες υπηρεσίες, αν αναλογιστούμε ότι κάθε γιατρός πρέπει να εξετάζει περίπου 50 ασθενείς κάθε μέρα, να διαθέτει δηλαδή 7 λεπτά για κάθε ασθενή! Ο ίδιος γιατρός πρέπει να δίνει, επίσης, τηλεφωνικές συμβουλές ή συμβουλές με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, χώρια οι άλλες γραφειοκρατικές απασχολήσεις του.
Είναι προφανές ότι η πρόσβαση των ασθενών, με τις συνθήκες αυτές, στο νέο σύστημα, καθίσταται εξαιρετικά προβληματική.
Η υποβάθμιση των υπηρεσιών που προβλέπει το νομοσχέδιο στον τομέα των γυναικολογικών/μαιευτικών αναγκών, είναι σημαντική. Ορίζει ότι την μαιευτική φροντίδα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας αναλαμβάνουν μαίες, ενώ απουσιάζουν παντελώς οι γυναικολόγοι γιατροί. Αυτό συνεπάγεται ότι την ιατρική φροντίδα των εγκύων θα την αναλάβουν οι μαίες και οι γενικοί γιατροί. Σε χώρες όπως η Αγγλία, που ισχύουν ανάλογες ρυθμίσεις, διαπιστώθηκε (βλ. έκθεση του Βρετανικού Κοινοβουλίου 2017) ότι το 40% των γυναικών που τελικά διαγνώσθηκαν με ενδομητρίωση (η δεύτερη πιο συχνή γυναικολογική πάθηση), χρειάσθηκαν 10 ή και περισσότερες επισκέψεις στον γενικό γιατρό προτού παραπεμφθούν σε γυναικολόγο για να διαγνωσθούν, και ότι στο 12% των γυναικών με ινομυώματα η θεραπεία άργησε 1-2 χρόνια. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι γυναικολόγοι, θα έπρεπε να αποτελούν μέρος της ομάδας της πρωτοβάθμιας φροντίδας, κάτι που όμως η κυβέρνηση δεν λαμβάνει υπόψη της.
Το σύστημα που προωθεί η κυβέρνηση, διατηρεί τον παρωχημένο διαχωρισμό μεταξύ της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας, που τόσο δεινά επιφέρει στο σύστημα: κατακερματισμό των υπηρεσιών, αδυναμία συντονισμού, ταλαιπωρία των ασθενών, υψηλό κόστος, αύξηση της σπατάλης και της γραφειοκρατίας και, τέλος, χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών. Εισάγει μη αποδοτικά συστήματα διοίκησης της πρωτοβάθμιας φροντίδας- που δεν έχουν καμία σχέση με την επιστήμη του σύγχρονου management. Ο περιφερειακός συντονιστής είναι εργαζόμενος στις υπάρχουσες δομές της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με καθεστώς part-time, δεν λαμβάνει καμία επιπλέον αμοιβή, ενώ ο πρόεδρος της επιτροπής της Το.Π.Φ.Υ. είναι άμισθος.
Το μοντέλο της κυβέρνησης διατηρεί, επίσης, τα αναχρονιστικά μη αποδοτικά συστήματα αποζημίωσης, την κατά κεφαλή αμοιβή για τον οικογενειακό γιατρό (ή τον μισθό) και την κατά πράξη για τον ειδικό ή πάγια αντιμισθία. Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη να συνδεθεί η αποζημίωση με την έκβαση των υπηρεσιών (την αξία), ούτε υπάρχουν κίνητρα.
Αυτό συμβαίνει διότι λείπουν από το νομοσχέδιο, σύμφωνα με την πάγια αντίληψη της κυβέρνησης, δύο βασικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν όλα τα σύγχρονα και αποδοτικά συστήματα υγείας: η αξιολόγηση και η απόδοση της ευθύνης.
Δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη με τι κριτήρια θα αξιολογούνται οι παρεχόμενες υπηρεσίες και οι λειτουργοί υγείας. Όσο αφορά την απόδοση ευθύνης δεν αναφέρεται πουθενά. Αν ένας χρόνιος ασθενής χειροτερεύει, ποιος είναι υπεύθυνος; Ο οικογενειακός γιατρός, οι διάφοροι ειδικοί γιατροί στους οποίους παραπέμπεται, ή το νοσοκομείο που τον νοσήλευσε; Από ποιον το σύστημα και ο ασθενής θα ζητήσουν ευθύνες;
Όλα τα παραπάνω, καθιστούν πιθανότατα, το προτεινόμενο από την κυβέρνηση σύστημα Π.Φ.Υ, ανεφάρμοστο και ως τέτοιο πολύ γρήγορα θα εγκαταλειφθεί.
Άρθρο του Γιώργου Βογιατζή στη «Μεταρρύθμιση»