Πώς τα capital controls μας έστειλαν χρόνια πίσω(Πίνακες)

Δυο χρόνια από το αλλόκοτο δημοψήφισμα και τα ολέθρια capital controls. Έχουν γραφτεί πολλά για τις ζημιές που προκάλεσαν στην ελληνική οικονομία. Λειτουργικά προβλήματα στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, ασφυξία ρευστότητας στις μικρομεσαίες, τα λουκέτα αυξήθηκαν, θέσεις εργασίας χάθηκαν, το κλείσιμο των τραπεζών και ο τρόπος ανακεφαλαιοποίησής τους προξένησαν μεγάλη ζημιά στην περιουσία του ελληνικού Δημοσίου και πολλά άλλα.

Όμως για τους συμπολίτες μας που δεν αντιλαμβάνονται με ποιο τρόπο και πόσο καθοριστικά επηρεάζουν τη ζωή τους οι ευρύτερες οικονομικές εξελίξεις, οι συνέπειες των capital controls περιορίζονται στην αδυναμία ανάληψης μεγάλου ποσού μετρητών από την τράπεζα.

Κοτζάμ Πρωθυπουργός, άλλωστε, προκάλεσε αμέριμνος τα capital controls πιστεύοντας πως οι ψηφοφόροι του «δεν έχουν πρόβλημα γιατί δεν έχουν καταθέσεις στις τράπεζες». Αλλά ακριβώς αυτήν την πόρτα, των πιο αδύναμων, χτυπά πρώτα η ύφεση που επέφεραν τα capital controls.

Οι αφανείς ζημιές των capital controls αργά ή γρήγορα εμφανίζονται και μας επηρεάζουν όλους.

Στα capital controls οφείλεται το μεγάλο πλήθος των περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων του 3ου Mνημονίου. Κι όσοι παρομοιάζουν με παιδική εκδρομή το mail Χαρδούβελη συγκρίνοντάς το με τα μέτρα των δύο τελευταίων ετών, έχουν δίκιο. Γιατί τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν με το Μνημόνιο ΙΙΙ και στη συνέχεια με την 1η και 2η αξιολόγηση έχουν ξεπεράσει κατά πολύ το e-mail.

Θα σκεφτούν κάποιοι: «Το mail Χαρδούβελη αντανακλούσε τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, όχι των Θεσμών. Εκείνοι θα ζητούσαν περισσότερα μέτρα. Αυτό κάνουν πάντα».

Η απάντηση βρίσκεται στο χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στο mail Χαρδούβελη -συντάχτηκε τον Δεκέμβριο του 2014- και στους δημοσιονομικούς στόχους του 3ου Μνημονίου -καλοκαίρι του 2015. Στους 7-8 μήνες που μεσολάβησαν συνέβησαν πολλές δυσάρεστες εξελίξεις. Κορυφαίες οι κεφαλαιακοί έλεγχοι και η τραπεζική αργία που ανέτρεψαν και υπέσκαψαν την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Βασική και κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο χρονικών σημείων και κειμένων είναι ότι το mail Χαρδούβελη αναφέρεται σε μέτρα που έπρεπε να ληφθούν, προκειμένου να επιτευχθούν δημοσιονομικά πλεονάσματα σε περιβάλλον δυναμικά αναπτυσσόμενης οικονομίας ενώ, όταν διαμορφώθηκε το 3ο Μνημόνιο, καλοκαίρι του 2015, οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία έδιναν ύφεση τη διετία 2015-16 και σωρευτικά σχεδόν στασιμότητα την τετραετία 2015-2018. Η ποσοτικοποίηση αυτών των προβλέψεων είχε ως εξής:

Δεκέμβριος 2014: η Ελλάδα για το 2018 είχε υποχρέωση να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 4,2%. Η εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2018 ήταν ότι θα διαμορφωθεί 14% υψηλότερα από το 2014.

Αύγουστος 2015: η Ελλάδα για το 2018 είχε υποχρέωση να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Η εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2018 περιορίστηκε στο 2% υψηλότερα από το 2014.

Η διαφορά στη εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2018 είναι 12% του ΑΕΠ, περίπου 21 δισ.€.

Όταν αυξάνεται το ΑΕΠ, οι στόχοι των πλεονασμάτων επιτυγχάνονται ευκολότερα, ανώδυνα, με πολύ λιγότερα μέτρα. Δεδομένου ότι τα έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές ανέρχονται περίπου στο 40% του ΑΕΠ, 21 δις.€ περισσότερο ΑΕΠ, σημαίνει 8,5 δις.€ (5% του ΑΕΠ) περισσότερα έσοδα από φόρους, χωρίς καμιά αύξηση φορολογικών συντελεστών.

Σε περιβάλλον ανάπτυξης, μπορούν να δημιουργηθούν πλεονάσματα χωρίς μείωση μισθών και συντάξεων, χωρίς αύξηση φορολογικών συντελεστών. Επιτυγχάνονται με πάγωμα των δαπανών (μισθών και συντάξεων) και αύξηση των φορολογικών εσόδων χάρις στο αυξημένο ΑΕΠ.

Τα capital controls, σκοτώνοντας την ανάπτυξη, φούσκωσαν τον λογαριασμό του mail Χαρδούβελη και φτάσαμε στο λογαριασμό του 3ου Mνημονίου.

Και δεν κλείνει εδώ η λίστα των ζημιών. Ακυρώνοντας την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και παρατείνοντας τη μιζέρια και την ύφεση, δεν χάσαμε μόνο όσα από τα εισοδήματά μας δώσαμε ως παραπανίσιους φόρους. Χάσαμε και τα διαφυγόντα έσοδα της ανάπτυξης.

Ένα απλό παράδειγμα: Αν το 2014 είχαμε 100€ έσοδα, δώσαμε στο κράτος 40€ (40% των εσόδων) και κρατήσαμε 60€. Το 2018, τα έσοδά μας παρέμειναν στάσιμα αντί να αυξηθούν από 100 στα 110€. Το κράτος τώρα θα πάρει φόρους 45€ (45% των εσόδων ) και στην τσέπη θα μείνουν 55 αντί 60€. Αν τα εισοδήματά μας είχαν αυξηθεί στα 110€, θα δίναμε στο κράτος 45€ (40% των εσόδων) και θα κρατούσαμε 65€, δηλαδή πέντε περισσότερα από το 2014. Τώρα έμειναν πέντε ευρώ λιγότερα. Διότι, τελικά, αυτό σημαίνει ανάπτυξη: περισσότερα εισοδήματα για τους πολίτες, περισσότερα κέρδη για τις επιχειρήσεις, περισσότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος, περισσότερες νέες θέσεις εργασίας για τους άνεργους, λιγότερα κόκκινα δάνεια για τις τράπεζες κ.λ.π.

Οι άνεργοι που δεν βρήκαν δουλειά επειδή δεν δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας από την ανάπτυξη που δεν ήρθε, είναι τα πιο ζημιωμένα και ανυποψίαστα θύματα των capital controls. Και είναι πάρα πολλά.

Δεκέμβριος 2014: Η Ελλάδα για το 2018 είχε υποχρέωση να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 4,2%. Η εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2018 ήταν ότι θα διαμορφωθεί 14% υψηλότερα από το 2014.

Αύγουστος 2015: Η Ελλάδα για το 2018 είχε υποχρέωση να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Η εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2018 περιορίστηκε στο 2% υψηλότερα από το 2014.

Η διαφορά στη εκτίμηση για το ΑΕΠ του 2018 είναι 12% του ΑΕΠ, περίπου 21 δισ.€.

Όταν αυξάνεται το ΑΕΠ, οι στόχοι των πλεονασμάτων επιτυγχάνονται ευκολότερα, ανώδυνα, με πολύ λιγότερα μέτρα. Δεδομένου ότι τα έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές ανέρχονται περίπου στο 40% του ΑΕΠ, 21 δις.€ περισσότερο ΑΕΠ, σημαίνει 8,5 δις.€ (5% του ΑΕΠ) περισσότερα έσοδα από φόρους, χωρίς καμιά αύξηση φορολογικών συντελεστών.

Σε περιβάλλον ανάπτυξης, μπορούν να δημιουργηθούν πλεονάσματα χωρίς μείωση μισθών και συντάξεων, χωρίς αύξηση φορολογικών συντελεστών. Επιτυγχάνονται με πάγωμα των δαπανών (μισθών και συντάξεων) και αύξηση των φορολογικών εσόδων χάρις στο αυξημένο ΑΕΠ.

Τα capital controls, σκοτώνοντας την ανάπτυξη, φούσκωσαν τον λογαριασμό του mail Χαρδούβελη και φτάσαμε στο λογαριασμό του 3ου Mνημονίου.

Και δεν κλείνει εδώ η λίστα των ζημιών. Ακυρώνοντας την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και παρατείνοντας τη μιζέρια και την ύφεση, δεν χάσαμε μόνο όσα από τα εισοδήματά μας δώσαμε ως παραπανίσιους φόρους. Χάσαμε και τα διαφυγόντα έσοδα της ανάπτυξης.

Ένα απλό παράδειγμα: Αν το 2014 είχαμε 100€ έσοδα, δώσαμε στο κράτος 40€ (40% των εσόδων) και κρατήσαμε 60€. Το 2018, τα έσοδά μας παρέμειναν στάσιμα αντί να αυξηθούν από 100 στα 110€. Το κράτος τώρα θα πάρει φόρους 45€ (45% των εσόδων ) και στην τσέπη θα μείνουν 55 αντί 60€. Αν τα εισοδήματά μας είχαν αυξηθεί στα 110€, θα δίναμε στο κράτος 45€ (40% των εσόδων) και θα κρατούσαμε 65€, δηλαδή πέντε περισσότερα από το 2014. Τώρα έμειναν πέντε ευρώ λιγότερα. Διότι, τελικά, αυτό σημαίνει ανάπτυξη: περισσότερα εισοδήματα για τους πολίτες, περισσότερα κέρδη για τις επιχειρήσεις, περισσότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος, περισσότερες νέες θέσεις εργασίας για τους άνεργους, λιγότερα κόκκινα δάνεια για τις τράπεζες κ.λ.π.

Οι άνεργοι που δεν βρήκαν δουλειά επειδή δεν δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας από την ανάπτυξη που δεν ήρθε, είναι τα πιο ζημιωμένα και ανυποψίαστα θύματα των capital controls. Και είναι πάρα πολλά.

  • Είχαμε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις.
  • Εντεινόμενη πιθανότητα Grexit. Το ενδεχόμενο αυτό είχε εκλείψει το 2014, επανήλθε δυναμικά το 2015 και παρέλυσε την οικονομική δραστηριότητα διαχέοντας αβεβαιότητα και ανασφάλεια επτά ολόκληρους μήνες.
  • Φυγή καταθέσεων.
  • Ασφυξία ρευστότητας. Το κράτος σταμάτησε τις πληρωμές προς τον ιδιωτικό τομέα και διοχέτευσε όλη τη διαθέσιμη ρευστότητα στην αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων του δημοσίου. Ενώ μέχρι το 2014 οι δανειακές υποχρεώσεις του δημοσίου αναχρηματοδοτούνταν από δάνεια των εταίρων, το 2015 για 7 μήνες αυτό γινόταν από το υστέρημα της διαθέσιμης ρευστότητας της χώρας. Αυτό στέγνωσε εντελώς την αγορά.
  • Capital controls.
  • Τραπεζική αργία. Για έναν ολόκληρο μήνα η χώρα λειτούργησε χωρίς τράπεζες.

Όλα τα παραπάνω ήταν αχρείαστα αντιαναπτυξιακά βαρίδια που, με εξαίρεση την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, συνδέονται με τα capital controls. Αν όλα αυτά δεν είχαν συμβεί, οι επιδόσεις της οικονομίας το 2015 θα ήταν εντυπωσιακά καλύτερες από το -0,2%. Θα ήταν εντυπωσιακά καλές.

Περιμένοντας τον ενάρετο κύκλο

Η ύφεση στην Ελλάδα είχε τελειώσει ήδη το 2013. Το 2014 διαπιστώναμε τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης, τα πρώτα θετικά τρίμηνα της οικονομίας. Το 2015 θα ήταν η πρώτη χρονιά δυναμικής ανάκαμψης, η έναρξη του ενάρετου κύκλου της οικονομίας. Καλοκαίρι του 2017 κaι ακόμα Πρωθυπουργός και κυβέρνηση ψάχνουν αυτά τα στοιχεία.

Σε περίοδο έντονης ύφεσης, η οικονομία μπαίνει σε φαύλο κύκλο, σε αυτοτροφοδοτούμενο καθοδικό σπιράλ, όπου η ύφεση γεννά νέα ύφεση. Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας φέρνει πτώση της ζήτησης. Η πτώση της ζήτησης φέρνει πτώση των πωλήσεων για τις επιχειρήσεις. Αυτές αντιδρούν με περιορισμό των επενδύσεων, περικοπές μισθών, μείωση θέσεων εργασίας. Μειώσεις μισθών και ανεργία φέρνουν μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, κι αυτό με τη σειρά του φέρνει νέα πτώση στη ζήτηση που τροφοδοτεί τον επόμενο καθοδικό κύκλο της οικονομίας.

Όταν όμως ο κύκλος της ύφεσης ολοκληρωθεί, η οικονομία μπαίνει στον αποκαλούμενο «ενάρετο», αυτοτροφοδοτούμενο ανοδικό κύκλο. Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας φέρνει νέες επενδύσεις, αυξήσεις μισθών και εισοδημάτων, νέες θέσεις εργασίας. Η αύξηση εισοδημάτων των νοικοκυριών με τη σειρά της φέρνει νέα αύξηση στη ζήτηση, που τροφοδοτεί τον επόμενο ανοδικό κύκλο της οικονομίας.

Όταν ο κύκλος της ύφεσης ολοκληρωθεί, τη σκυτάλη παίρνει ο ενάρετος κύκλος. Αυτό συνέβη στην Αμερική της μεγάλης ύφεσης του ‘30, αυτό συνέβη στην Αργεντινή το 2000 (πίνακας κάτω) -δύο περιπτώσεις που συγκρίνονται με την ελληνική λόγω έντασης της ύφεσης- αυτό συνέβη μεταπολεμικά σχεδόν σε κάθε μεγάλη οικονομική πτώση. Μετά την εκτόνωση της ύφεσης, ακολουθεί για κάποιο διάστημα δυναμική ανάκαμψη. Είναι κατά κάποιον τρόπο ο περίφημος μηχανισμός του ελατηρίου.

Στον πίνακα επάνω φαίνεται «το φαινόμενο του ελατηρίου», η ανάκαμψη μετά την πτώση. Η ένταση της ανάκαμψης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και ιδιαιτερότητες κάθε οικονομίας. Αλλά, γενικά, υπάρχει θετική συσχέτιση με το μέγεθος της προηγηθείσας ύφεσης1. Η μικρή ένταση της ύφεσης στην Πορτογαλία εξηγεί την ήπια ανάκαμψη που ακολούθησε. Στο πλαίσιο αυτό, η απουσία «αντίδρασης» της Ελλάδας μετά την πτώση είναι μια εντελώς αποκλίνουσα και ακατανόητη περίπτωση. Φυσικά έχει εξήγηση με ονοματεπώνυμο: Τσίπρας, Βαρουφάκης, capital controls κ.λπ. (Στοιχεία: Παγκόσμια Τράπεζα εδώ, Eurostat εδώ).

Οι ενισχυτές της ανάπτυξης

Αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί αλλιώς, μια σειρά ευνοϊκών συγκυριών θα υποστήριζαν και θα ενίσχυαν την αναμενόμενη ανάπτυξη το 2015:

1. Η τιμή του πετρελαίου μειώθηκε κατά 50% τη διετία 2015-16 σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

2.Τη διετία 2015-16 το ευρώ υποτιμήθηκε μεσοσταθμικά κατά 17% σε σχέση με το δολάριο κι αυτή η υποτίμηση κατέστησε τα προϊόντα της Ευρωζώνης -άρα και της Ελλάδας- πιο ανταγωνιστικά.

3. Χαμηλά επιτόκια, άφθονη ρευστότητα, ποσοτική χαλάρωση. Ο Μάριο Ντράγκι άνοιξε τις κάνουλες της ρευστότητας στην Ευρωζώνη. Κι αυτή η άφθονη ρευστότητα που αναζητούσε επενδυτικές ευκαιρίες θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα κύμα επενδύσεων στην Ελλάδα. Αρκεί να δίναμε το σήμα πως είμαστε χώρα «επενδύσιμη-investable» που άφησε πίσω της το Grexit και τα παλιά μυαλά.

4. Η τουριστική βιομηχανία κάλπαζε καθώς βυθίζονταν οι ανταγωνιστικές αγορές του μουσουλμανικού τμήματος της Μεσογείου. Για τους μη Ευρωπαίους γίναμε πιο ελκυστικός προορισμός λόγω υποτίμησης του ευρώ. Αλλά και οι ευρωπαίοι τουρίστες είχαν περισσότερο εισόδημα στην τσέπη τους χάρις στην ανάκαμψη των οικονομιών τους εξαιτίας των (Α), (Β) & (Γ).

Ενα παράδειγμα για το πόσο ευνοϊκή ήταν η συγκυρία που χαράμισε ο Αλέξης Τσίπρας:

Το 2015 θα μπορούσε να κλείσει με 2% αύξηση του ΑΕΠ, μόνο και μόνο επειδή υποχώρησε η διεθνής τιμή του πετρελαίου.

Χάρις στην κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, η Ελλάδα τη διετία 2015-16 είχε όφελος (εξοικονόμησε) 3,5 δισ. ευρώ ετησίως ή 2% του ΑΕΠ από εισαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.

Για την οικονομία, τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, η τιμή του πετρελαίου έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με τους έμμεσους φόρους. Πρόκειται για τίμημα που καταβάλλουν προκειμένου να κινηθούν, να ζεσταθούν και να ηλεκτροδοτηθούν. Στην πραγματικότητα ο καταναλωτής δεν ξεχωρίζει ποιο τμήμα της τιμής της βενζίνης είναι φόρος και ποιο κόστος του σαουδάραβα παραγωγού. Για τον φορολογούμενο το να παράγει η χώρα μας πρωτογενές πλεόνασμα 2% με το πετρέλαιο στα 50$ το βαρέλι είναι περίπου ισοδύναμο με το να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα 0% και το πετρέλαιο στα 100$.

Γι’ αυτό είναι απολύτως θεμιτή η αναλογία ότι η μείωση της τιμής των ορυκτών καυσίμων έδωσε στη χώρα και στην οικονομία δημοσιονομικό χώρο 2%, όσο θα έδινε η μείωση των φόρων κατά 2% του ΑΕΠ.

Οπως η δημοσιονομική λιτότητα (αύξηση φόρων) έχει υφεσιακή δράση, έτσι και η δημοσιονομική επέκταση (μείωση φόρων) ευνοεί την ανάπτυξη. Χρησιμοποιώντας τους πολυσυζητημένους πολλαπλασιαστές του ΔΝΤ στους σχετικούς υπολογισμούς, καταλήγουμε πως και μόνον η μείωση της τιμής του πετρελαίου ήταν ικανή να προκαλέσει αύξηση του ΑΕΠ το 2015 κατά 2% σε σχέση με το 2014.

Τον Δεκέμβριο του 2014 η Κομισιόν προέβλεπε σωρευτική ανάπτυξη 6,6% για τη διετία 2015-16. Η εκτίμηση αυτή δεν ελάμβανε υπόψιν την υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου και του ευρώ. Δυνητικά, λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας μπορούσαμε να πετύχουμε ακόμα υψηλότερη ανάπτυξη. Αλλά με τα capital controls, αντί για δυναμική ανάκαμψη είχαμε συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 0,2%.

Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες των capital controls

Η εξέλιξη της οικονομίας και οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης είναι ένα πολυπαραμετρικό μοντέλο που δεν τελειώνει στους υπολογισμούς για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Εξίσου σημαντικοί παράγοντες είναι το δημογραφικό, η ενεργειακή αυτάρκεια και το κόστος της εισαγόμενης ενέργειας, το ανθρώπινο κεφάλαιο κ.λπ.

Η χώρα μας έχει συσσωρευμένα πολλά βάρη από το χρέος, την υπογεννητικότητα, το brain drain, την ενεργειακή εξάρτηση κ.ά. Και σαν να μην έφταναν αυτά, εντελώς αναίτια πρόσθεσε και τα capital controls, που επιβαρύνουν την οικονομία μακροπρόθεσμα αναγκάζοντάς τη να λειτουργεί σε περιβάλλον χαμηλής πίστης για πολλά χρόνια.

Η «πίστη» είναι βασικός πυλώνας του τραπεζικού συστήματος, ουσιαστικό στοιχείο του επιχειρείν και του συνεταιρίζεσθαι, παράγοντας ευημερίας και ανάπτυξης μιας οικονομίας.

Η Ελλάδα ήταν πάντα κοινωνία-οικονομία χαμηλής πίστης. Και οι άνθρωποι που τόσο ανεύθυνα και ανέμελα μας οδήγησαν στα capital controls χαμήλωσαν κι άλλο τον πήχη. Η ανάμνηση των capital controls θα στοιχειώνει για δεκαετίες την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα. Τα capital controls κάποια στιγμή θα αρθούν, η εμπιστοσύνη, οι καταθέσεις θα επιστρέψουν. Αλλά θα επιστρέψουν λιγότερες καταθέσεις.

Κάποιες αποταμιεύσεις θα μείνουν για πάντα έξω ή στα στρώματα. Ο φόβος των capital controls καταδικάζει το τραπεζικό σύστημα σε χαμηλότερα επίπεδα καταθέσεων για δεκαετίες, κι ένα μέρος της εγχώριας ρευστότητας στάλθηκε στις ξένες τράπεζες για πάντα. Ακόμα και μετά από 20 χρόνια οι άνθρωποι θα θυμούνται «Better safe than sorry», θα σκέφτεται ο καταθέτης και θα εμπιστεύεται αλλού τις αποταμιεύσεις του.

Σημειώσεις
1 Για να μη δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπόψιν του ότι σε περιπτώσεις χωρών χωρίς σκληρό νόμισμα τα οικονομικά μεγέθη έχουν επηρεαστεί από την υποτίμηση των νομισμάτων. Η Αργεντινή π.χ., στην κρίση 1999-2002 είχε πτώση του ΑΕΠ κατά 18% σε τοπικό νόμισμα και στην επόμενη τριετία ανέκαμψε και με το παραπάνω. Το ΑΕΠ της χώρας όμως, εκφρασμένο σε δολάρια λόγω της μεγάλης υποτίμησης του πέσο, υποχώρησε κατά τα 2/3 και ως εκ τούτου τα επόμενα 3 χρόνια το ΑΕΠ της παρότι διπλασιάστηκε, παρέμεινε κατά 1/3 χαμηλότερο του προ κρίσης ΑΕΠ.

Του Γιώργου Στρατόπουλου-Στέλεχος του χρηματοοικονομικού τομέα(Στο protagon.gr)