Η νέα διπλή τρομοκρατική επίθεση στο Λονδίνο επιβεβαιώνει ότι οι φανατικοί τρομοκράτες έχουν αναπτύξει τακτικές οι οποίες είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπισθούν, χωρίς να στρατιωτικοποιήσουμε τη ζωή μας.
Και στην λογική αυτή είναι προφανές, αν και μη επιθυμητό, ότι μας επιβάλλεται ενδογενώς να θεωρήσουμε αναγκαία την αντίληψη αυτή, ότι είναι για το καλό μας να θυσιάσουμε τις ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες, τις οποίες έχουμε αποκτήσει με αγώνες σε όλον τον Δυτικό κόσμο.
Νέες μορφές παρακολούθησης και ελέγχου του ατόμου και της κοινωνικής ζωής θα αναπτύσσονται συνεχώς και η τεχνολογία θα ενισχύει το αόρατο μάτι το οποίο θα παρακολουθεί και θα ελέγχει τα πάντα.
Ο Οργουελικός κόσμος εξελίσσεται σε πραγματικότητα, και σ’ αυτό έχουν συμβάλλει τα μάλα μερικοί αγράμματοι εγωκεντρικοί αμερικανοί ηγέτες κυρίως (συνέδραμαν και κάποιοι άλλοι κεκράκτες), οι οποίοι πρώτοι αποφάσισαν να αλλάξουν βάναυσα τον αραβικό κόσμο κατά πως τους συνέφερε.
Με πρόσχημα τον εκδημοκρατισμό του (κάλυπτε τα πετρελαϊκά συμφέροντά τους και όχι μόνο), κατέστρεψαν το μόνο σύστημα κοσμικής εξουσία που είχε εγκαθιδρυθεί με συγκριτική επιτυχία στις χώρες του αραβικού κόσμου, σύστημα το οποίο ήταν αναμφίβολα δικτατορικό (στις περισσότερες περιπτώσεις βασισμένο στην φυλετική κάστα), όμως ήταν το δικό τους σύστημα, και είχε αποδειχθεί ότι μπορούσε να ελέγχει τον ισλαμικό φανατισμό.
Το μεγαλύτερο όμως λάθος τους ήταν ότι για να μπορέσουν να καταστρέψουν το αυταρχικό παλαιό σύστημα το οποίο ήταν επί δεκαετίες γερά εδραιωμένο, χρησιμοποίησαν τους ισλαμιστές ως συμμάχους στην αρχή (ακόμη και πρώην φανατικούς εχθρούς τους), μην αντιλαμβανόμενοι ότι σύντομα αυτοί ενισχυόμενοι, θα διεκδικούσαν να καλύψουν το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε. Ήταν από την πρώτη στιγμή προφανές αυτό, αφού οι πιο συντηρητικοί και φιλελεύθεροι άραβες δεν είχαν ούτε τα μέσα, ούτε την ισχύ και το σθένος για να κυριαρχήσουν.
Τον Δεκέμβριο του 2005, (πολύ αργά πλέον), ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους παραδέχεται ότι ο πόλεμος στο Ιράκ βασίστηκε σε λάθος πληροφορίες, οι οποίες κατασκευάστηκαν (από ποιούς άραγε;), όσον αφορά στην ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής, πλην όμως ανέλαβε την ευθύνη της απόφασης να πραγματοποιηθεί η εισβολή, λέγοντας πως ήταν η σωστή επιλογή. Υπεραμύνθηκε μάλιστα της απόφασής του να εισβάλουν τα αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ το 2003, προκειμένου «να διώξουν τον Σαντάμ Χουσεΐν» από την εξουσία, επειδή ήταν εχθρός των ΗΠΑ.
Σήμερα, μετά από 25 χρόνια πολεμικών παρεμβάσεων και ανατρεπτικών κινημάτων στον Αραβικό κόσμο και στην “εκτεταμένη Μέση Ανατολή”, δρέπουμε τους πικρούς καρπούς του ισλαμικού φανατισμού και της παγκόσμιας τρομοκρατίας, ένα τέρας που ο Δυτικός κόσμος εγκληματώντας βοήθησε στην αρχή και στην συνέχεια αδράνησε και το άφησε να αναπτυχθεί.
Ήμουν στην στρατιωτική επιτροπή του ΝΑΤΟ, όταν το 2004 ακόμη, μας παρουσίασαν τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί και αφορούσαν τα κέντρα διδασκαλίας του Ισλαμισμού σε όλο τον κόσμο, και τον ρόλο που έπαιζαν στην στρατολόγηση νέων, με σκοπό τις τρομοκρατικές επιθέσεις που βιώνουμε σήμερα.
Καθώς επίσης και τα σχέδια εποικισμού της Ευρώπης με μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα μουσουλμάνων προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι θα εκμεταλλευόντουσαν τις ίδιες τις αξίες του Δυτικού πολιτισμού για να τους αποδεχθούμε. Τότε θεωρήθηκαν υπερβολικές οι πληροφορίες αυτές και ο αισιόδοξος δυτικός κόσμος δεν ήθελε να δει το τέρας που αναπτυσσόταν. Μάλιστα οι περισσότερες χώρες αντιδρούσαν στο να ενταχθεί η έννοια αυτής της μορφής τρομοκρατίας στις επερχόμενες απειλές για τις οποίες θα έπρεπε να προετοιμασθούμε. Και έπρεπε να αποτελέσει ζήτημα κινδύνου για την παγκόσμια ασφάλεια όχι μόνο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ αλλά και του ΟΗΕ.
Ο διαπολιτισμικός και διαθρησκευτικός διάλογος που ευφυώς κάποτε ξεκίνησε στον ΟΗΕ, ο οποίος φαντάζει ως σημαντικότατο ειρηνικό προληπτικό μέτρο, δεν προχώρησε όπως θα έπρεπε λόγω του στείρου δογματισμού κάποιων θρησκευτικών ηγετών, αλλά και του ότι οι γραφειοκρατίες δεν είδαν την σημαντικότητα του για την ειρήνη και την ασφάλεια. Είδαν όλο αυτό το ζήτημα σαν ένα πεδίο χαλαρής ενάσκησης διπλωματίας, σαν ένα πεδίο ήπιας κοσμοπολίτικης, πολιτισμικής επικοινωνίας.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ασχολήθηκε καθυστερημένα με τα ζητήματα αυτά και με μία διφορούμενη διπλωματική γλώσσα στην αρχή, ακολουθώντας πάντα με καθυστέρηση τις εξελίξεις, οι οποίες ήταν ολοφάνερο ότι κλιμακώνονταν και αφορούσαν στην παγκόσμια ασφάλεια.
Ως «κοινωνία αξιών» τα έχουμε επισημάνει πολλές φορές στο παρελθόν όλα αυτά, και από την πρώτη στιγμή επικρίναμε το ΣΑ/ΟΗΕ, όσον αφορά στις αποφάσεις του για το επιχειρούμενο χαλιφάτο. Εκτιμούσαμε ότι έχασε την ευκαιρία να συσπειρώσει έγκαιρα και να βάλει στην ίδια πλευρά όλον τον κόσμο απέναντι στην τρομοκρατία των φανατικών ισλαμιστών, όχι μόνο στην περιοχή της Συρίας, αλλά όπου αλλού και αν αυτή εκδηλώνεται φανερά ή κρυφά με αυτήν την μορφή, σε μία στρατηγική “Νo Man’s Land”.
Σήμερα λόγω ακριβώς αυτών των μεσοβέζικων αποφάσεων για τις οποίες έχουν ευθύνη κυρίως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, βιώνουμε έναν καταστροφικό πόλεμο που κρατάει πολλά χρόνια στην Συρία, όπου δεν μπορείς πλέον να ξεχωρίσεις ποιοι είναι εχθροί και ποίοι είναι φίλοι, ενώ οι επιπτώσεις του επηρεάζουν αρνητικά όλον τον κόσμο, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες.
Επιτέλους, χρειάζεται μία συνεκτική στρατηγική για την αντιμετώπιση της απειλής του φανατικού ισλαμισμού, ο οποίος προκαλεί και θα συνεχίσει να προκαλεί εκατόμβες θυμάτων σε όλον τον κόσμο.
Το ζήτημα δεν αφορά μόνο κάποιες τριτοκοσμικές χώρες που βρίσκονται μακριά μας και οι οποίες υφίστανται επί μακρόν τις επιπτώσεις αυτού του φανατισμού, αλλά όλον τον κόσμο και τον Δυτικό εν πολλοίς, ο οποίος αυτάρεσκα κώφευε μέχρι σήμερα.
Αφορά πλέον όλους τους πολίτες της παγκόσμιας κοινότητας οι οποίοι θέλουμε ειρήνη και ευημερία, σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία την ωθεί αναγκαστικά στην επικοινωνία και στις πολιτισμικές ανταλλαγές, όποια εθνικότητα και αν έχουμε, όποια θρησκεία και αν πιστεύουμε.
Του Στέλιου Φενέκου-Πρόεδρος της Κοινωνίας Αξιών