«Δεν πήρε η Λεπέν μόνη της 33-34%. Συσπειρώθηκαν όλοι γύρω της. Το 10% του Μελανσόν ψήφισε Λεπέν, το 10% του Φιγιόν επίσης ψήφισε τη Λεπέν. Άρα έχουμε μια συσπείρωση όλων των αντιδραστικών δυνάμεων της Γαλλίας –ακροδεξιών, ακροαριστερών, λαϊκιστών, δημαγωγών, κρατιστών- οι οποίοι όλοι μαζί πήρανε αυτό το ποσοστό. Γι΄αυτό θεωρώ ότι είναι μια περήφανη νίκη του Μακρόν και ελπίζω ότι θα είναι μια καλή καινούρια εποχή και για τα δικά μας ζητήματα» είπε ο Σταύρος Θεοδωράκης σε συνέντευξή του στην Άννα Μπουσδούκου, στην εκπομπή “Τώρα” του ΣΚΑΙ, σχολιάζοντας το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών. «Έχουμε φάει πολλά χαστούκια εμείς οι λογικοί, προοδευτικοί άνθρωποι τον τελευταίο καιρό και στην Ευρώπη που ανεβαίνουν οι ακροδεξιές-λαϊκίστικες δυνάμεις και ίσως η νίκη του Μακρόν είναι η αντιστροφή αυτού του κλίματος» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο επικεφαλής του Ποταμιού εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η εκλογή Μακρόν θα βοηθήσει και στη ρύθμιση του ελληνικού χρέους καθώς όπως είπε: «Την τελευταία μέρα του προεκλογικού του αγώνα ο Μακρόν είπε ότι πρέπει να ξαναδούμε τα χρέη στην ευρωζώνη. Αυτό θα συμπεριλάβει οπωσδήποτε και την Ελλάδα και είναι κάτι πολύ σημαντικό για μας, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μια πραγματικά μεγάλη ρύθμιση των χρεών της χώρας αν δεν υπάρξει απόφαση στη Γαλλία και στη Γερμανία».
Ως προς την αρχική στήριξη του κ. Τσίπρα στον Μελανσόν επεσήμανε ότι: «Σημασία έχει πώς ο πρωθυπουργός της χώρας επέτρεψε την υποστήριξη στον Μελανσόν -έναν εθνικιστή, λαϊκιστή- και ίσως να ένιωσε κάποια συγγένεια. Όμως τα συμφέροντα της χώρας θα έπρεπε να τον οδηγήσουν στο να μην εκτεθούμε στην υποστήριξη της ακραίας υποψηφιότητας στη Γαλλία».
Σχολιάζοντας την αντίδραση ενός δημοσιογράφου της κρατικής τηλεόρασης στην εκλογή Μακρόν, επεσήμανε ότι: «Δεν μπορεί ένας άνθρωπος που πληρώνεται από το ελληνικό δημόσιο, τη μέρα που η Ευρώπη και ο κόσμος όλο πανηγυρίζει την επιτυχία του Μακρόν, να λέει την επιχειρηματολογία των φασιστών». Και συνέχισε λέγοντας ότι όλες αυτές τις μέρες δημοσιογράφοι απ΄όλο τον κόσμο μιλάγανε για μία μάχη της ακροδεξιάς, με τον εκπρόσωπο της λογικής και εδώ είχαμε το κρατικό κανάλι πάρα πολλές φορές να ισοπεδώνει την υποψηφιότητα του Μακρόν και να την παρουσιάζει περίπου σαν την υποψηφιότητα της Λεπέν».
Επιστρέφοντας στα ζητήματα της διαπραγμάτευσης, ο Σταύρος Θεοδωράκης επανέλαβε ότι «το πρώτο μας μέλημα είναι να δούμε πως θα καλύψουμε το χαμένο έδαφος από αυτήν την καθυστερημένη διαπραγμάτευση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Εμείς σε σχέση με τα μέτρα είμαστε απόλυτοι, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρουν ψήφο από μας καθώς έφεραν μία λάθος συμφωνία σε σχέση με τα μέτρα».Απαντώντας σε ερώτηση για τα αντίμετρα υπογράμμισε ότι στην τελευταία συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας που συμμετείχαν διάφοροι εμπειρογνώμονες, «Καταλήξαμε στο ότι υπάρχουν πραγματικά περιθώρια μέσα από το υστέρημα της ελληνικής κοινωνίας να ενισχύσουμε την πραγματική οικονομία. Τα αντίμετρα δεν θα πρέπει να είναι παροχές προς τους πελάτες των κομμάτων. Εμείς λοιπόν λέμε ότι τα αντίμετρα πρέπει να κατευθυνθούν κυρίως στην πραγματική οικονομία, δηλαδή στην ελάφρυνση φόρων, στην μείωση εισφορών και στα κίνητρα που πρέπει να δοθούν για επενδύσεις και εξαγωγές».
Για το ζήτημα του χρέους ο Επικεφαλής του Ποταμιού τόνισε ότι είναι απαραίτητο να «δουλέψουμε μεθοδικά και να κάνουμε όλοι μαζί μια πατριωτική πρόταση για το χρέος»
Τέλος απαντώντας σε ερώτηση για τη στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο δημόσιο ο Σταύρος Θεοδωράκης υποστήριξε ότι: «δεν έχουμε ίδιες απόψεις με τον κ. Μητσοτάκη σε σχέση με το δημόσιο. Εμείς πιστεύουμε σε μία γενναία μεταρρύθμιση, με την εκδίωξη των κομματικών εγκάθετων από το δημόσιο. Προφανώς ένα κόμμα εξουσίας όπως είναι η ΝΔ δεν θέλει να αναφερθεί σ’ αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν, η ΝΔ στη συνέχεια και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα γεμίζουν το δημόσιο με κομματικούς εγκάθετους, ανθρώπους που δεν κάνουν τίποτα και καταπιέζουν και τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. Εμείς λέμε λοιπόν ότι ο πρώτος στόχος μιας επόμενης κυβέρνησης είναι η αποκομματικοποίηση του δημοσίου. Αυτό μπορεί να γίνει με μία αυστηρή αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων με την ευθύνη του ΑΣΕΠ, όχι με την ευθύνη των γραφείων των υπουργών, γιατί δεν έχει κανείς εμπιστοσύνη ότι ένας υπουργός, οποιουδήποτε κόμματος, θα είναι αντικειμενικός».