Αλ. Λιακόπουλος: Nέες συνθήκες, νέες προκλήσεις, νέοι διαχωρισμοί και η ανάγκη ανανέωσης της πολιτικής ορολογίας

“Όταν πρόσφατα μου ζητήθηκε να γράψω το παρόν άρθρο για τον διαδικτυακό χώρο www.kentroaristera.gr η πρώτη ερώτηση που έκανα ήταν «σχετικά με τι;» Μου δόθηκε η απάντηση πως το θέμα ήταν ανοιχτό και πρέπει απλά να φέρνει στο προσκήνιο κάτι το οποίο πιστεύω πως χρειάζεται να αναδειχθεί. «Αυτό κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα, όχι πιο εύκολα», σκέφτηκα. Είναι τόσα τα κακώς κείμενα της Ελλάδας, οι λάθος ιδέες της, οι απαρχαιωμένες απόψεις της, τα στερεότυπα και οι μυθοπλασίες της, οι ξεπερασμένοι θεσμοί της, οι ιδεοληψίες και οι πολιτισμικές αξίες της που έχουν μετατραπεί σε γάγγραινες και αγκυλώσεις, σε χίμαιρες και δράκους της πραγματικότητας, που απ’ όπου και αν αρχίσει κανείς θα χρειαστεί την έκταση και το βάθος ενός δοκιμίου – τουλάχιστον – για να μπορέσει πράγματι να πει κάτι. Όχι, αυτός δεν ήταν ο δρόμος για την επιλογή του θέματος. Αποφάσισα να ακολουθήσω άλλο μονοπάτι:

  • Ποιος μου ζητάει;
  • Το σάιτ «κεντροαριστερά.
  • Μάλιστα. Τι σημαίνει σήμερα Κεντροαριστερά; Τι Αριστερά, τι Δεξιά, τι Κέντρο;

Κάπως έτσι, μετά από αυτόν τον σύντομο εσωτερικό διάλογο έφτασα στο θέμα του άρθρου που αυτή τη στιγμή διαβάζετε. Έχουν πράγματι ουσιαστικό περιεχόμενο αυτοί οι όροι των πρώτων βιομηχανικών κοινωνιών που ταυτόχρονα διεξήγαγαν την έξοδό τους από τη φεουδαλιστική τάξη πραγμάτων και προχωρούσαν προς την εθνική τους χειραφέτηση την σήμερον ημέρα; Ή έχουν μετατραπεί σε άνευ περιεχομένου κοστούμια, τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα στις ντουλάπες των εγκεφάλων μας, και να κοσμούν κατά καιρούς τον λόγο μας, λόγω αδράνειας ή αδυναμίας των ιδιοκτητών της ντουλάπας να αλλάξουν γκαρνταρόμπα, με αποτέλεσμα να περιφέρονται ως κάτι ανάμεσα σε κλόουν και φανταστικούς υπεραιωνόβιους ανθρώπους που συνεχίζουν να φορούν κοστούμια ηλικίας τριών, δύο ή ενός αιώνα; Υπόκειται η πολιτική ορολογία στις ανάγκες της μόδας κάθε εποχής ή είναι κάτι σταθερό μέσα στον χρόνο; Αν υπόκειται στις ανάγκες της μόδας, ποιος καθορίζει τη μόδα; Υπάρχουν μόδιστροι της πολιτικής ορολογίας ή αυτή προκύπτει δημοκρατικά; Αν είναι κάτι σταθερό μέσα στον χρόνο, ο χρόνος επιδρά ενδυναμωτικά πάνω της, δίνοντάς της περισσότερη αξία όσο κυλάει, όπως κάνει με τα προϊόντα της υψηλής τέχνης, για παράδειγμα, που αν γλυτώσουν τον θάνατό τους στα πρώτα τους βήματα αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αξία όσο γηραιότερα γίνονται; Ή επιδρά αντίστροφα, διαβρωτικά, όπως επιδρά επί των οργανικών συστημάτων, ωθώντας τα μέσω της δύναμης της εντροπίας προς την αποσύνθεση και το χάος; Με αυτές τις ερωτήσεις θα καταπιαστώ στο παρόν άρθρο, υπό πρίσμα πραγματιστικό, όχι ιδεαλιστικό, ουμανιστικό, όχι θρησκειοκεντρικό, και φιλοσοφικό-ιστορικό, όχι ιδεολογικό-πολιτικό.

Οι λέξεις αποτελούν οχήματα μεταφοράς λογικού νοήματος και συναισθηματικού νοήματος. Ως όντα, οι άνθρωποι αναπτύξαμε μια διττή υπόσταση ως προς τη δυνατότητά μας να κατανοούμε το περιβάλλον μας και να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες που αυτό μας θέτει, προκειμένου επιβιώσουμε και αναπαραχθούμε: η διττή μας αυτή φύση περιγράφεται από τους όρους «διάνοια», το αγγλικό “intelligence”, και συναισθηματική νοημοσύνη ή συνείδηση, το αγγλικό emotional intelligence ή consciousness. Η διάνοια μας βοηθά να λύνουμε προβλήματα, περισσότερο ή λιγότερο τεχνικής φύσεως, όπως για παράδειγμα να φτιάχνουμε εργαλεία ή θεσμούς, οι οποίοι επίσης είναι εργαλεία με τη διαφορά από τα τεχνικά εργαλεία πως ανταποκρίνονται στην κοινωνική μας συνύπαρξη αντί για τον χειρισμό της ύλης του περιβάλλοντος χώρου μας. Η συναισθηματική νοημοσύνη και η συνείδηση, τα οποία έχουν άλλο περιεχόμενο αλλά εδώ χάριν απλουστεύσεως θέτω από κοινού, μας βοηθούν στο να αντιλαμβανόμαστε τον ψυχικό κόσμο των άλλων ανθρώπων, πολλές φορές και κάποιων άλλων ζώων που μοιράζονται με το είδος μας κοινά χαρακτηριστικά (πχ έχουν μάτια, κεφάλι, εσω-σκελετό αντί για εξω-σκελετό, κλπ), όπως και τον δικό μας εσωτερικό κόσμο – να αποκτούμε το γνώθι εις αυτόν, το οποίο είναι κάτι εξαιρετικά απατηλό και δύσκολο, και όσο το προσεγγίζουμε τόσο μας διαφεύγει: όσα περισσότερα μαθαίνει καθένας και καθεμιά για τον εαυτό του, τόσα περισσότερα αντιλαμβάνεται ότι δεν ξέρει, και όταν προσπαθήσει να τα μάθει, τόσα περισσότερα έρχονται στο προσκήνιο, αέναα. Αν δεν ήταν έτσι, η φιλοσοφία και η ψυχολογία, όπως και η θρησκεία, θα ήταν κενές περιεχομένου. Επειδή είναι έτσι, όχι μόνο δεν είναι κενές περιεχομένου, αλλά είναι τόσο γεμάτες που πολλές φορές μας κατακλύζουν σε υπερβάλλοντα βαθμό, μας καθυποτάσσουν και αντί να τις ελέγχουμε – κάτι που απαιτεί μεγάλη παιδεία, συστηματική δουλειά και βαθιά, αντιδιαισθητική, γνώση, μεταξύ άλλων, για τα οποία συνήθως δεν έχουμε, ή λίγοι και λίγες από εμάς έχουν αν προτιμάτε, την απαραίτητη υπομονή και επιμονή – μας ελέγχουν.

Οι άνθρωποι εξελιχθήκαμε μέσα από μια μακρά διαδικασία, μετά από πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης και το είδος μας – ο homo sapiens sapiens, που τελείως εμφατικά και άνευ μέτρου έχουμε ονομάσει σοφός σοφός άνθρωπος – είναι το τελευταίο από μια σειρά άλλων ειδών της οικογένειας των ανθρώπων, με τους οποίους συνυπήρξαμε, και κατά μεγάλη βεβαιότητα διασταυρωθήκαμε, για πολλές δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Η ανάπτυξη των δυο μορφών της διάνοιάς μας, της λογικής και της συναισθηματικής, είναι ένδειξη και απόδειξη της  διαδικασίας αυτής. Σκοπός της είναι σε σύντομο χρονικό διάστημα να βγάζουμε έγκυρα συμπεράσματα προκειμένου αποφύγουμε κινδύνους, εκμεταλλευθούμε ευκαιρίες, βρούμε τροφή, βρούμε ταίρι, επιβιώσουμε το δυνατόν περισσότερο και διαιωνίσουμε τα γονίδιά μας μέσω της αναπαραγωγής. Για το 99% της μεγάλης πορείας της οικογένειας των ανθρώπων, αυτοί δεν βρίσκονταν στην κορυφή αλλά στο μέσο της τροφικής αλυσίδας: κυνηγούσαν μικρότερα ζώα και έτρωγαν κουφάρια από θηράματα μεγαλύτερων ζώων, ενώ ταυτόχρονα ήταν το θήραμα των μεγαλύτερων αρπακτικών. Δεδομένου ότι δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε με τα αρπακτικά αυτά, περιμέναμε να τελειώσουν το γεύμα τους και αφού έφευγαν από το πεδίο του μακελιού, προχωρούσαμε προκειμένου φάμε ότι απέμεινε. Και επειδή συνήθως δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα παρά τα οστά, αρχίσαμε να αναπτύσσουμε εργαλεία προκειμένου μπορούμε να σπάμε τα οστά για να φάμε το μεδούλι: ήταν ο μόνος ιστός που έμενε για ένα ζώο μεσαίας διαβάθμισης στην τροφική αλυσίδα, αφού εκείνα που βρίσκονταν υψηλότερα από αυτό τελείωναν το γεύμα τους και μόνο τότε. Η ανάγκη ανάπτυξης εργαλείων αφενός μας οδήγησε να συνεργαστούμε περισσότερο, ανταλλάσοντας ιδέες μέσω μουγκρισμάτων που ξέφευγαν από την έκφραση πόνου και ευχαρίστησης, ή απλών δηλώσεων της ύπαρξής μας, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα άλλα ζώα, αφετέρου οδήγησαν στην ανάπτυξη των εγκεφάλων μας και της επιδεξιότητας των χεριών και δακτύλων μας, τα οποία επίσης είχαν απελευθερωθεί από τις ανάγκες βαδίσματος λόγω του ότι πλέον είχαμε σηκωθεί σε όρθια στάση. Οι εγκέφαλοί μας επίσης αναπτύχθηκαν λόγω μιας ακόμα τροπής της διαδικασίας της εξέλιξης: εφόσον βρήκαμε τον τρόπο να τρώμε το μεδούλι των οστών αντί για τις πιο σκληρές σάρκες, και ακόμα αργότερα εφόσον τιθασσεύσαμε τη φωτιά (περίπου πριν από 800.000 χρόνια) και άρα μπορούσαμε να μαγειρεύουμε τροφές και να τις χωνεύουμε πολύ πιο εύκολα, απελευθερωθήκαμε από την ανάγκη για μεγάλα έντερα, τα οποία είναι πολύ κοστοβόρα σε ενέργεια. Η απελευθερωθείσα ενέργεια μπορούσε πλέον να προσανατολιστεί στις ανάγκες του εγκεφάλου, κάτι που οδήγησε σε σμίκρυνση των εντέρων μας και σε αύξηση του όγκου των εγκεφάλων μας. Είμαστε το μόνο είδος με τόσο εκτός φύσεως μεγάλο κεφάλι σε σχέση με το σώμα μας, κάτι το οποίο οδηγεί στην πρόωρη γέννηση μας και μας κάνει εξαρτώμενους από τους γονείς και τους οικείους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετ’ αυτής: αν γεννιόμασταν σύμφωνα με τις ανάγκες του σώματός μας, προκειμένου να είμαστε σε θέση να τρέξουμε όπως ένα πουλάρι λίγα λεπτά μετά τη γέννα ή να κυνηγήσουμε τροφή όπως οι γάτες λίγες βδομάδες μετά τη γέννα, τότε το κεφάλι μας θα ήταν αρκετά μεγαλύτερο και τα οστά μας καθόλου εύκαμπτα, με αποτέλεσμα είτε να απαιτείται ένα πολύ ευρύτερο κανάλι γέννας, που θα ήταν πολύ δύσκολο να υπάρξει δεδομένης της ανατομίας μας, είτε θα οδηγούσε αναγκαστικά στον θάνατο της μάνας μας και τις περισσότερες φορές και του τέκνου, και άρα θα εξαφανιζόμασταν από την εξέλιξη πολύ σύντομα.

Κάπως έτσι ήρθαμε να έχουμε μεγάλους εγκεφάλους σε ένα σχετικά μικρό κορμί και να καταναλώνουμε περίπου 30% της ενέργειάς μας για τη συντήρηση της λειτουργίας του. Αλλά και αυτό δεν μας βοήθησε πολύ όταν ζούσαμε ανάμεσα στα άλλα ζώα στην αβάνα. Το να μπορείς να σκεφτείς και να ανταλλάξεις απόψεις δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία όταν βρεθείς αντίπαλος με τα λιοντάρια και τις ύαινες, τους σκορπιούς και τα φίδια, τους γορίλες και τους κροκόδειλους. Αυτό που έχει αξία όμως είναι να συνεργαστείς προκειμένου επιβιώσεις εσύ και τα τέκνα σου. Έτσι γίναμε όντα κοινωνικά και φτιάξαμε οικογένειες, κοινότητες και αργότερα κοινωνίες. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε πριν από περίπου 150.000 χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα για τον homo sapiens, ενώ για όλα τα ανθρωποειδή ξεκίνησε πριν από 5 έως 2,5 εκατομμύρια χρόνια και κατέληξε στον homo sapiens. Πριν από 70.000 χρόνια περίπου έγινε μια μεγάλη επανάσταση στο είδος μας: η δυνατότητα της λεκτικής μας επικοινωνίας αναπτύχθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα η συνεργασία μας επίσης να αυξηθεί και ως εκ τούτου να επιβιώσουμε περισσότεροι και να πολλαπλασιαστούμε γοργά. Αυτό μας ώθησε να αναζητήσουμε νέα εδάφη εκτός της κεντροανατολικής και νοτιοανατολικής Αφρικής όπου το είδος μας βρισκόταν ως επί το πλείστον. Σύντομα, μέσα σε δέκα χιλιάδες χρόνια περίπου, είχαμε φτάσει σε όλες τις ηπείρους με εξαίρεση την Αμερική, όπου φτάσαμε περίπου 40.000 χρόνια αργότερα, περίπου το 18.000 π.Χ. Σε όλες τις άλλες ηπείρους βρίσκονταν ήδη άλλα ξαδέρφια μας, οι Νεάντερταλς είναι οι γνωστότεροι εξ αυτών αλλά όχι οι μόνοι. Σε πολλές περιπτώσεις συγκρουστήκαμε μαζί τους και τους εξαφανίσαμε, σε άλλες συνηπήρξαμε και διασταυρωθήκαμε. Απέναντί τους είχαμε ένα ισχυρότατο συγκριτικό πλεονέκτημα: των θησαυρό των λέξεων μας και των συναισθηματικών και λογικών νοημάτων που αυτές μετέφεραν. Αυτή η εξέλιξη δε γνωρίζουμε ακόμα πως και γιατί προέκυψε, αφού οι Νεάντερταλ, μεταξύ άλλων, ήταν πολύ πιο εύσωμοι και είχαν περίπου 25% μεγαλύτερους εγκεφάλους από εμάς. Ωστόσο προέκυψε και έφερε τα αποτελέσματά της. Δεδομένου, τώρα, ότι συνήθως ήμασταν πιο μικρόσωμοι από τα ξαδέρφια μας και λιγότερο δυνατοί – προκειμένου αναπτύξουμε εγκεφαλικό ιστό, ατρόφησαν και συρρικνώθηκαν οι μυικοί μας ιστοί – ενώ ταυτόχρονα είχαμε και περισσότερο φόβο λόγω της εξαιρετικά γρήγορης μετάβασής μας στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, η οποία δεν επέτρεψε την σταδιακή μας εξέλιξη σε ανάλογης ψυχολογίας ζώο (π.χ. το λιοντάρι δεν νιώθει φόβο, ξέρει ότι είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και δεν φοβάται κανένα άλλο ζώο, ακριβώς γιατί εξελίχθηκε πολύ πιο σταδιακά από εμάς, ούτε τόσο γρήγορα, ούτε τόσο βάναυσα, οπότε η ψυχολογία του προσαρμόστηκε αναλόγως), γίναμε ένα εξαιρετικά βίαιο ζώο. Έτσι, ήμασταν εμείς που οδηγήσαμε στην εξαφάνιση όλα τα υπόλοιπα ξαδέρφια μας, μέσω φόνων και εξώθησης από υποστηρικτικές της ζωής περιοχές, και κυριαρχήσαμε επί της γης. Και όλα αυτά μέσω λέξεων, ιστοριών και μύθων, τις οποίες επαναλαμβάναμε πολλές φορές στις παρέες, διδάσκαμε στα παιδιά μας και πιστεύαμε ακράδαντα, μέχρις τουλάχιστον να τις και τους αλλάξουμε, μετατρέψουμε, προσαρμόσουμε και εξελίξουμε, κατά τρόπους που κάθε φορά ανταποκρίνονταν καλύτερα από ότι στο παρελθόν με το νέο περιβάλλον στο οποίο δρούσαμε, αποτέλεσμα του οποίου ήμασταν, και το οποίο ταυτόχρονα διαμορφώναμε με τις πράξεις, τα λάθη, τις υπερβολές και τις παραλείψεις μας. Αυτή η διαδραστικότητα με το περιβάλλον μας, είτε το φυσικό, είτε το κοινωνικό, είναι που βρίσκεται στο επίκεντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλα τα έμβια όντα μεταλλάσσουν το περιβάλλον τους προκειμένου καλύψουν τις ανάγκες τους, αλλά στο βαθμό, την έκταση, το εύρος και το βάθος που το κάνει ο άνθρωπος καμιά άλλη μορφή της οργανικής ύλης δεν μπορεί να το κάνει, ή – τουλάχιστον – δεν έχει παρατηρηθεί μέχρις σήμερα ότι το έκανε ποτέ στην ιστορία των τεσσάρων περίπου δισεκατομμυρίων χρόνων οργανικής ζωής στον πλανήτη.

Με αυτά και με αυτά, η ζωή συνέχιζε με μικρές αλλαγές από γενιά σε γενιά μέχρι τη γεωργική επανάσταση (10-8.000 π.Χ). Κατά την περίοδο αυτή, όχι μόνο εμείς τιθασσεύσαμε τη γη και το σιτάρι και τη βρώμη και μερικά κατοικίδια ζώα, αλλά και εμείς επίσης τιθασσευθήκαμε από αυτά. Από εκεί που ήμασταν νομάδες, κυνηγοί και συλλέκτες, γίναμε γεωργοί και κτηνοτρόφοι, στήσαμε σταθερές δομές, φυσικές και κοινωνικές, και μείναμε σε έναν τόπο τον οποίο συνεχώς προσαρμόζαμε στις ανάγκες μας και στον οποίο συνεχώς προσαρμοζόμασταν σύμφωνα με τις ανάγκες του. Διαδραστικά προχωρήσαμε με το περιβάλλον, με το οποίο βρισκόμασταν σε μια σχέση συνεχούς αλληλεξάρτησης, αλληλεπίδρασης και αλληλομετάλλαξης. Οι λέξεις συνέχιζαν να μας καθορίζουν και ετεροκαθόριζαν το περιβάλλον μας. Γλώσσες και οικογένειες γλωσσών αναπτύχθηκαν ανάλογα με τις γεωγραφικές περιοχές που κατοικούσαμε, πολλές φορές προβάλλοντας ακριβώς τις ιδιαιτερότητες αυτές. Με την ανακάλυψη του γραπτού λόγου πλέον βρήκαμε τον τρόπο όχι μόνο να διαδίδουμε ιδέες αναλοίωτες από παρεμβάσεις τρίτων σε μεγάλες χωρικές αποστάσεις, αλλά και να τις μεταδίδουμε σε μεγάλες χρονικές αποστάσεις. Πλέον ο άνθρωπος βρήκε τον τρόπο να μεταδίδει τους μύθους και της δοξασίες του, τις ιστορίες του και τα ανδραγαθήματά του, τις σκέψεις του, απόψεις του, γνώσεις του και μυθεύματά του στις επόμενες γενιές του, χωρίς την παρεμβολή και αλοίωση τους κατά τη διαδικασία της μετάδοσης, στο βαθμό – τουλάχιστον – που η γλώσσα παρέμενε γνωστή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το είδος μας και οι λέξεις του γίναν πλήρως αλληλεξαρτώμενοι οργανισμοί. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε, να συνεργαστούμε, να συνυπάρξουμε ή να επιβιώσουμε άνευ λέξεων. Αλλά και οι λέξεις δεν μπορούν να υπάρξουν άνευ ημών. Γι αυτό και πολλές φορές τους προσδίδουμε μυθικές διαστάσεις, ή θρησκευτικές διαστάσεις, και τις λατρεύουμε ως άλλα είδωλα. Δεν είναι μόνο γιατί μας βοηθούν στην επικοινωνία μας, άνευ της οποίας θα εξαφανιστούμε μέσα σε λίγες γενιές. Είναι και γιατί μεταφέρουν συναισθηματικά και λογικά νοήματα, ως άλλες σύγχρονες θεότητες και νύμφες, τα οποία καθορίζουν την ίδια μας τη φύση. Χωρίς να νιώθουμε δεν μπορούμε να είμαστε παρά νεκροί, ή ζωντανοί-νεκροί, σε κώμα, «φυτά». Χωρίς να σκεφτόμαστε ισχύει το ίδιο. Χωρίς να επικοινωνούμε ισχύει το ίδιο. Έτσι οι λέξεις, ο λόγος, η επικοινωνία, η συναισθηματική διάδραση γίνονται το ίδιο μας το είναι, είναι το ίδιο μας το είναι. Άνευ αυτών δεν είμαστε. Το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» του Καρτέσιου και το «υπάρχω άρα σκέφτομαι» κάποιων ινδουιστών γκουρού, η συνείδηση του ανθρώπου και η κοσμική συνείδηση των Ουπανισάδων, η δυτική επιστήμη και η ανατολική φιλοσοφία, κάθε είδους θρησκεία, κάθε δόγμα και κάθε ιδεολογία, κάθε ιστορία και κάθε μύθος, κάθε παραμύθι και κάθε μορφή παίδευσης και εκπαιδευσης, είναι αδύνατον να υπάρξουν άνευ λέξεων, είναι αποτέλεσμα λέξεων και αυτές είναι αποτέλεσμα της εξέλιξής μας, της βιολογικής μας υπόστασης, της χημικής μας σύνθεσης, της νευροφυσιολογίας και βιοχημείας μας, των εγκεφαλικών μας κυττάρων και των νευροδιαβιβαστών μας, και ούτω καθ’ εξής. Ταυτόχρονα όμως, πέραν αυτών, οι λέξεις είναι και αποτέλεσμα της κουλτούρας μας και η κουλτούρα μας είναι αποτέλεσμα των λέξεών μας. Η διαδραστικότητα που είδαμε νωρίτερα ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του, φυσικό και κοινωνικό, όπως και στον άνθρωπο και τις λέξεις του, παρατηρείται εκ νέου ανάμεσα στις λέξεις και τις κουλτούρες που οι ανθρώπινες οικογένειες, κοινότητες και κοινωνίες έχτισαν ανά τους αιώνες, και εκ των οποίων διαμορφώθηκαν όλες οι εκδοχές των κοινωνιών ανά τις διαδοχικές, αλληλεπικαλυπτόμενες και συνεχώς εξελισσόμενες γενιές. Λέξεις και άνθρωποι συνδιαμορφώνονται συν τω χρόνω, εξελίσσονται και ευημερούν ή στασιάζουν και σταδιακά πεθαίνουν και εξαφανίζονται. Το ίδιο συμβαίνει με ολόκληρες γλώσσες και λαούς: στη φύση ότι δεν εξελίσσεται πεθαίνει, αργότερα ή γρηγορότερα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις γλώσσες και με τις λέξεις: αν συνεχώς δεν προσαρμόζουν το περιεχόμενό τους, λογικό και συναισθηματικό προκειμένου καλύπτουν τις ανάγκες των φορέων τους, στις ανάγκες του περιβάλλοντός τους, αφενός παύουν να φέρουν νόημα και σταδιακά οδηγούνται στον αφανισμό, αφετέρου ωθούν στον αφανισμό εκείνους που συνεχίζουν να τις χρησιμοποιούν υπό το απαρχαιωμένο τους περιεχόμενο, αφού αυτοί οι τελευταίοι προσλαμβάνουν, αναλύουν, επανασυνθέτουν, αντιλαμβάνονται και τελικά επικοινωνούν τόσο το περιβάλλον τους όσο και τον εαυτό τους κατά τρόπο εσφαλμένο, περιστασιακά ξεπερασμένο, αποσπασματικό, ή όλα αυτά μαζί. Και όπως το αρπακτικό που δεν έχει προσαρμοστεί στα φανταχτερά χρώματα του καμουφλάζ του βάτραχου της τροπικής ζούγκλας προκειμένου αναγνωρίζει πως σε αυτά κρύβει ένα θανατηφόρο δηλητήριο πρόκειται να καταναλώσει τον βάτραχο και να πεθάνει το ίδιο, έτσι και ο άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει τις λέξεις που έχασαν το νόημά τους, ή που δεν αντιλαμβάνεται το νέο νόημά τους παρά μένει στα παλιό τους λογικό και συναισθηματικό περιεχόμενο, πρόκειται επίσης να εξαφανιστεί.

Αυτή η διαδικασία έπαιρνε συνήθως αρκετές γενιές προ της βιομηχανικής επανάστασης, λόγω του ότι η εξέλιξη της κουλτούρας, αν και εκ φύσεως πολύ πιο γοργή διαδικασία από τη φυσική εξέλιξη των ειδών, ήταν μια σχετικά αργή υπόθεση. Γενιές επί γενεών ζούσαν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο και οι λέξεις άλλαζαν το περιεχόμενό τους σχετικά αργά. Η κοινωνική κινητικότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και το παιδί μάθαινε πράγματα που δύσκολα θα άλλαζαν μέσα στη ζωή του. Με τη βιομηχανική επανάσταση όλα αυτά άλλαξαν. Αφενός νέες λέξεις ήρθαν να περιγράψουν νέες καταστάσεις, αφετέρου ο άνθρωπος κατάφερε να υποκαταστήσει την μυική δύναμη που απαιτείτο για τις δουλειές του με μηχανικά μέσα, κάτι που οδήγησε σε νέες κοινωνικές πραγματικότητες και την ανάδειξη μιας νέας τάξης πραγμάτων στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο εφευρέτης, ο κατασκευαστής, ο ευρεσιτέχνης, ο καπιταλιστής και ο προλετάριος είναι αποτελέσματα αυτής της μεγάλης αλλαγής και ήρθαν σταδιακά να αντικαταστήσουν τις ορδές των γεωργών και τους ελάχιστους άρχοντες της προηγούμενης εποχής. Η νέα κοινωνική πραγματικότητα δρομολόγησε πολιτικές και κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες. Νέοι θεσμοί ήρθαν και παλιοί ατρόφησαν. Η θρησκεία άρχισε να χάνει το ιδεολογικό της προβάδισμα και την κραταιά της θέση στη διαχείριση των ανθρωπίνων πραγμάτων, όπως συνέβη και με άλλους μύθους. Η φιλοσοφία και η επιστήμη άρχισαν να παίρνουν το προβάδισμα. Ο ορθός λόγος ανήτειλε και η φεουδαρχία αντικαταστάθηκε σταδιακά από κράτη-έθνη, μετά από πολέμους και αλληλοσπαραγμούς ανάμεσα σε εκείνους που συνέχιζαν να σκέφτονται σύμφωνα με τις παλιές λέξεις ή/και με το παλιό νόημα των λέξεων, και σε εκείνους που ασπάστηκαν τις νέες λέξεις ή/και το νέο τους νόημα. Ότι συνέβαινε πάντα, συνέχισε να συμβαίνει. Η αλλαγή δημιούργησε χαμένους και κερδισμένους και οι κερδισμένοι άρχισαν να ορίζουν τους νέους όρους του κοινωνικού παιχνιδιού, τουλάχιστον μέχρι οι χαμένοι να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις, να εκσυγχρονίσουν  τη σκέψη τους, να συνασπιστούν και τελικά να αντεπιτεθούν, κάτι που φανερώθηκε κατά τον δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα, είτε με πολέμους ταξικούς, είτε με ιδεολογικούς, είτε με εθνικιστικούς, είτε με ιμπεριαλιστικούς, οι οποίοι εξαπολύονταν κάθε φορά είτε από τους χαμένους, είτε από τους κερδισμένους της προηγούμενης εποχής, ανάλογα με την περίπτωση.

Οι διάφορες βιομηχανικές επαναστάσεις, η επιστήμη και η τεχνολογία που δημιουργήθηκαν αφενός αύξησαν το προσδόκιμο ζωής και τον μέσο όρο ζωής  – για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας οι άνθρωποι πεθαίνουν ως επί το πλείστον από γεράματα και επίσης για πρώτη φορά έχουμε φτάσει στο σημείο να πεθαίνουν περισσότεροι από υπερσιτισμό σε σχέση με εκείνους που πεθαίνουν από υποσιτισμό – αφετέρου οδήγησαν σε έκρηξη του παγκόσμιου πληθυσμού, αστικοποίηση, αποψίλωση των εδαφών, υπερεκμετάλλευση των ωκεανών και θαλασσών του κόσμου, εντατικές καλλιέργειες, εξερεύνηση του σύμπαντος, διάσπαση του ατόμου, διασύνδεση εθνών, κρατών και ανθρώπων με νέες τεχνολογίες επικοινωνίας, κλιματική αλλαγή και διαφαινόμενη κατάρρευση του οικοσυστήματος. Από τη βιομηχανική κοινωνία πήγαμε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα στην ψηφιακή κοινωνία, κάτι που δεν ήρθε άνευ του τιμήματός του: για πρώτη φορά το 2015 οι θάνατοι από αυτοκτονίες ξεπέρασαν εκείνους από πολέμους, τρομοκρατία και εγκλήματα από κοινού. Ουδέν καλόν αμιγές κακού. Και τούμπαλιν.

Από τα μέση της δεκαετίας του 1950 παρατηρείται αυτό που επιστημονικά αναφέρεται ως «Μεγάλη Επιτάχυνση» (The Great Acceleration – βλ. εικόνες στο τέλος του άρθρου). Η Μεγάλη Επιτάχυνση περιγράφει μια διαδικασία γεωμετρικής ανάπτυξης πολλών τάσεων, τόσο κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών όσο και περιβαλλοντικών. Τεράστιες αλλαγές που κινούνται με γεωμετρική και όχι με αριθμητική επιτάχυνση – η πρώτη περιγράφει φαινόμενα α εις την ν και α εις την ν εις την χ (διπλή γεωμετρική ανάπτυξη) και ούτω καθ’ εξής, ενώ η δεύτερη φαινόμενα α συν β και α συν β συν γ συν… – πλέον διαμορφώνουν τον πλανήτη και εμάς ως μέρος του. Όλες αυτές οι αλλαγές όμως θα ήταν αδιανόητες άνευ του ανθρώπου: είναι υποκινούμενες από εμάς τους ιδίους και θα ήταν αδύνατες άνευ ημών. Κατά μια σημαντική έννοια, μετατρέψαμε τον εαυτό μας σε δύναμη της φύσης, που όχι μόνο διαμορφώνει την και διαμορφώνεται από την Φύση και την φύση του, αλλά πλέον απειλεί να καταστρέψει το οικοσύστημά του, όπως επίσης και τη φύση του, αν δεν τα έχει ήδη επιτελέσει και τα δύο. Εξ ου και πλέον η νέα γεωλογική εποχή, την οποία διανύουμε και η οποία διαδέχθηκε την προηγούμενή της που ονομαζόταν Ολόκαινος (Holocene), ονομάζεται Ανθρωπόκαινος (Anthropocene), λέξη που προκύπτει από το συστατικό «άνθρωπος» και «καινός», καινούριος, νέος: νέα εποχή του ανθρώπου, λοιπόν.

Σε αυτήν την εποχή – για την οποία προ δυο μηνών περίπου δημοσιεύθηκε και η Ανθρωπόκαινος Εξίσωση  (The Anthropocene Equation) – έχουμε το παράδοξο να γνωρίζουμε περισσότερα δεδομένα από όσα μπορούμε πραγματικά να αντιληφθούμε και να αντιλαμβανόμαστε λιγότερα δεδομένα από όσα μπορούμε πραγματικά να κατανοήσουμε. Υπάρχουν δεδομένα παντού. Η ψηφιακή επανάσταση και η εξέλιξη της τεχνολογίας τρέχουν με ρυθμούς πολύ πιο γρήγορους από ότι μπορούν τα πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά σχήματα του παρελθόντος να ακολουθήσουν. Κανείς δεν ψήφισε για την ύπαρξη του διαδικτύου. Αυτό προέκυψε. Κανείς δεν ερωτήθηκε ή δεν νομοθέτησε για την ύπαρξη των λεγόμενων κοινωνικών δικτύων, που – σημειολογικά – θέτουν μια αντίφαση διά των όρων, διότι δεν είναι ούτε κοινωνικά, με τη συμβατική έννοια του όρου, ούτε δίκτυα, με τη συμβατική έννοια του όρου. Αυτά προέκυψαν. Το ίδιο ισχύει με τις διάφορες μορφές τεχνητής νοημοσύνης, τα σκεφτόμενα αυτοκίνητα, την εξόρυξη μεταλλευμάτων από αστεροειδείς, την ερευνητική και επιστημονική δουλειά επί της βιοχημείας, βιοσύνθεσης, βιοδιάσπασης και βιομηχανικής, την ενασχόληση με τα κβαντικά φαινόμενα και τις μαύρες τρύπες, και ούτω καθεξής. Αυτά προκύπτουν. Και εφόσον προκύπτουν, ελλείψη λέξεων δημιουργούμε καινούριες, ή – όπως με τα κοινωνικά δίκτυα – συνδυάζουμε παλιές, προσδίδοντάς τους ταυτόχρονα νέο νόημα ή προσαρμόζοντας το παλιό προκειμένου καλύπτει νέες ανάγκες και πραγματικότητες. Έτσι, σε αυτήν την εποχή, το τι θα μάθει το παιδί κατά τα χρόνια της μάθησης όχι απλά δεν αρκούν για όλη του τη ζωή, αλλά αναδύεται η ανάγκη ο καθένας και η καθεμιά να ανανεώνει τις γνώσεις του και να επαναδιαμορφώνει τον εαυτό του, την ψυχοσύνθεσή του, τις δεξιότητες και τα ταλέντα του, τα ενδιαφέροντά του και τις ενασχολήσεις του, τις προσωπικές του σχέσεις και τις κοινωνικές του συναναστροφές, και κάθε τι άλλο στη ζωή του, σε τακτά χρονικά διαστήματα που συνεχώς σμικρύνονται.

Σήμερα δεν γνωρίζουμε καν ποια επαγγέλματα θα συνεχίζουν να υπάρχουν σε δέκα με είκοσι χρόνια. Κάθε προβλεψη έχει περισσότερες πιθανότητες να πέσει έξω, παρά μέσα. Πώς να εκπαιδεύσεις λοιπόν ένα παιδί σε αυτές τις συνθήκες; Ποιες οι ανάγκες του και ποιες οι ανάγκες του περιβάλλοντός του σε δέκα με είκοσι χρόνια; Ουδείς γωρίζει να απαντήσει με βεβαιότητα αυτές τις ερωτήσεις, πλην, ίσως, από το να συμβουλεύσει να εκπαιδεύσει κανείς το παιδί να γίνει ικανό για συνεχή επαναδημιουργία του εαυτού του. Δεδομένου όμως ότι ούτε γι αυτό έχουμε κοινώς αποδεκτή και επιστημονικά επικυρωμένη μεθοδολογία, μένουμε λόγω αδράνειας της σκέψης και λόγω συνήθειας στις παλιές ρουτίνες της εκπαίδευσης και οι κουλτούρες συνεχίζουν να μεταφέρουν τα μηνύματα που μετέφεραν και στο παρελθόν, αν και αυτά έχουν πλέον γίνει παροχυμένα και περισσότερο ανεπίκαιρα παρά ποτέ. Η άγνοια για τα μεγάλα οικολογικά ζητήματα συνεχίζεται, παράγοντας καταστροφικά αποτελέσματα, η υπεροψία του ανθρώπου ενάντια στη Φύση και ο πλήρως παρανενοημένος τρόπος αντίληψης της φύσης του συνεχίζεται, παράγοντας καταστροφικά αποτελέσματα επίσης, η παγκοσμιοποίηση των προβλημάτων και των λύσεων με την ταυτόχρονη εθνικοποίηση του κόστους και ιδιωτικοποίηση των κερδών προχωρά, και ούτω καθεξής. Επί τοις ουσίας, κανείς δεν αποφάσισε, δεν σκέφτηκε καν, πολύ δε περισσότερο δεν ψήφισε γι αυτά τα ζητήματα. Απλά αυτά προέκυψαν λόγω – ίσως – της τάσης μας να είμαστε περισσότερο όντα που πρώτα δρουν και ύστερα σκέφτονται, αντί να είμαστε οντα που σκέφτονται προ της δράσης, είτε για να την αποφασίσουμε είτε για να την ματαιώσουμε. Κάνουμε και μετά βλέπουμε, αντί να βλέπουμε και μετά να κάνουμε – ως επί το πλείστον λέω και πάλι. Αλλά και όπου αυτό δεν συμβαίνει, η γνώση μας ποτέ δεν είναι πλήρης και η φιλοσοφική μας κατάρτιση είναι τις περισσότερες φορές από αποσπασματική μέχρι προβληματική. Πολύ δε περισσότερο, η εκπαίδευσή μας περί τιθάσσευσης της ψυχολογίας μας είναι τις περισσότερες φορές ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα να επικρατεί το συναίσθημα παρά η λογική. Η λογική είναι αντιδιαισθητικό πράγμα. Το συναίσθημα διαισθητικό, η αόρατη φυλακή της λογικής μας. Συνήθως η λογική επιστρατεύεται για να εκλογικεύσει το συναίσθημα, αντί να συμβαίνει το αντίθετο, να επιστρατεύεται δηλαδή το συναίσθημα για να συναισθηματικοποιήσει τη λογική μας, που θα ήταν πολύ πιο αποδοτικό. Με άλλα λόγια, τόσο όταν βλέπουμε, όσο και όταν κάνουμε, ούτε βλέπουμε ούτε κάνουμε σύμφωνα με το πως είναι τα πράγματα. Αντίθετα, βλέπουμε και κάνουμε σύμφωνα με το πως είμαστε εμείς οι ίδιοι, σύμφωνα δηλαδή με τα νοήματα που έχουμε αποθηκευμένα, σύμφωνα με τις λέξεις μας, τις παραδόσεις μας, τις ιδιοσυγκρασίες μας, τα γονίδιά μας, τη βιοχημεία μας, τους νευρώνες μας, τα συμφέροντά μας, τις γνώσεις μας, τις θρησκείες μας, την ψυχολογία μας, τη συναισθηματική μας φύση, τις ευαισθησίες και αναισθησίες μας, και ούτω καθεξής.

Έτσι δρώντες, οδηγούμαστε σήμερα περισσότερο στο λάθος παρά στο σωστό, δεδομένου της γοργής, επαναστατικής, αλλαγής που επαναστατικά λαμβάνει χώρα, μεταλλάσσοντας τόσο τον χρόνο όσο και τον χώρο στον οποίο δρούμε. Αυτό ουδέποτε συνέβη στο παρελθόν και ως εκ τούτου δεν είμαστε από την εξέλιξη φυσικά προικισμένοι να το αντιμετωπίσουμε. Γι αυτό και το είδος μας κάνει την επιλογή – για το οποίο επίσης δεν ερωτήθηκε και δεν ψήφισε και δεν αποφάσισε κανείς, απλά συμβαίνει – αφενός να «αναβαθμίσουμε» τον εαυτό μας – για το οποίο πασχίζουν οι βιοεπιστήμονες που πλέον οδεύουν τόσο προς αντιμετώπιση όλων των ασθενειών όσο και προς αντιμετώπιση του ίδιου του θανάτου – και αφετέρου να δημιουργήσουμε ψηφιακές οντότητες, αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης, που θα μας συνδράμουν στο έργο μας κατά την μάχη μας να κρατηθούμε στην ύπαρξη και να μην καταστρέψουμε εξ ολοκλήρου το περιβάλλον μας, ή ακόμα και να μετοικίσουμε το σύμπαν. Ανάλογες οντότητες – μη οργανικές μορφές νοημοσύνης – δεν υπήρξαν ποτέ στη Φύση και ως εκ τούτου κανείς, ημών των ιδίων συμπεριλαμβανομένων, δεν είναι προετοιμασμένος να τις αντιμετωπίσει αν και εφόσον στραφούν εναντίον μας. Λειτουργούν με βάση μόνο τη διάνοια, δεν έχουν συναισθηματική υπόσταση, κάτι το οποίο τις διαφοροποιεί από εμάς. Λειτουργούν σε χρόνους πολύ μικρότερους των δικών μας – από ένα εκατομμυριοστό μέχρι ένα δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου – και με υπολογιστικές δυνατότητες πολύ πιο ισχυρές, ενώ ταυτόχρονα δεν έχουν τις βιολογικές, συναισθηματικές και φυσικές ανάγκες των οργανικών όντων. Και αν και εμείς τις δημιουργούμε, αδυνατούμε να γνωρίζουμε αν, πότε, πώς και γιατί ενδέχεται να στραφούν εναντίον μας.

Σε όλο αυτό το τοπίο, ποιος ο ρόλος των πολιτικών συστημάτων; Των εθνικών κρατών; Σήμερα γίνεται μια μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις της συντήρησης και της οπισθοχώρησης, ή παλινδρόμησης, από την μια μεριά, η οποία αντιπροσωπεύονται από το άλλοτε ανατρεπτικό και ριζοσπαστικό σύστημα των εθνών κρατών και της κυριαρχίας τους, και εκείνες της ριζοσπαστικής ανατροπής του, που αντιπροσωπεύονται από υποεθνικές, τοπικιστικές, περιφερειακές ή υπερεθνικές οντότητες με παγκόσμια δράση και επίδραση. Αυτές ενδέχεται να είναι αυτοκρατορικές δυνάμεις, οικονομικές δυνάμεις και πολιτικές δυνάμεις. Επιχειρήσεις, τρομοκρατικές οργανώσεις και αυτοκρατορικοί στρατοί, από κοινού με παγκόσμιου βεληνεκούς επιστήμονες, διανοητές, ερευνητές και ακτιβιστές τρέχουν στο δρόμο της πλήρους ανατροπής του κόσμου του 17ου έως και 20ου αιώνα, όπου το έθνος κράτος δημιουργήθηκε και άνθησε αφενός, πλήρης μετάλλαξης της ανθρώπινης ιστορίας και της φυσικής εξελικτικής διαδικασίας απ’ αρχής χρόνων αφετέρου. Εκείνοι που έχουν ανανεώσει τη σκέψη τους και τις λέξεις τους και μπορούν να παρακολουθήσουν αυτήν την πορεία, είτε ως πρωτοστάτες είτε ως ακόλουθοι, πλέον βαδίζουν σε αυτόν τον δρόμο. Όσοι αδυνατούν να ανταπεξέρθουν, ωθούνται προς μια παλινδρόμηση, και ως άλλοι «αποδρώντες από την ελευθερία», που ίσως έλεγε ο Έριχ Φρομ, θωρακίζονται πίσω από τα έθνη κράτη τους, ή τις περιφερειακές δομές στις οποίες αυτά συμμετέχουν, ή τις επιχειρήσεις τους, ή τα συνδικάτα τους, ή τις πολιτιστικές τους οργανώσεις, ή απλά τις οικογένειές τους, και προσπαθούν να ανταπεξέρθουν αρνούμενοι και φοβούμενοι την εξέλιξη.

Η τεχνολογική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη αυτή καθ’ εαυτή είναι πάντοτε ουδέτερη ως προς το πρόσημό της. Δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή, αν και ως τέτοια τη βιώνουν εκείνοι που την αντιμετωπίζουν, ανάλογα με το αν επωφελούνται εξ αυτής, ή αν ζημιώνονται, με το οικονομικό, πολιτικό και προσωπικό νόημα της οφέλειας και της ζημιάς. Η χρήση που στην εξέλιξη θα δώσουν οι άνθρωποι είναι που έχει πρόσημο. Η πυρινική ενέργεια, ως επί το πλείστον, είναι ευλογία αν χρησιμοποιηθεί είρηνικά, κατάρα αν χρησιμοποιηθεί πολεμικά. Το ίδιο και οι σημερινές ψηφιακές τεχνολογίες. Αν χρησιμοποιηθούν ειρηνικά μπορούν να απελευθερώσουν τον άνθρωπο από τα δεσμά της εργασίας, αν και μετά θα έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα τι να κάνει με όλον τον ελεύθερο χρόνο του. Αν χρησιμοποιηθούν, όπως τείνουν να κάνουν, κυρίως οπορτουνιστικά, στρατηγικά και πολεμικά, αφενός θα υποδηλώσουν πλήρως την ελευθερία της συνείδησης του ανθρώπου, όσο φαινάκη και αν αποδεικνύεται πως είναι αυτή επιστημονικά, αφετέρου θα κάνουν τον άνθρωπο κυριολεκτικά αχρείαστο, ή άχρηστο, για την παραγωγή, την κατανάλωση και τη διαιώνιση των κοινωνιών του 21ου και 22ου αιώνα. Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα είναι αδύνατον ούτε καν να σκεφτούμε για παρακάτω από αυτό, μιας και αφενός δεν ξέρουμε – είναι περισσότερο απίθανο, παρά πιθανό – αν θα υπάρχουμε ως είδος πέραν αυτού του σημείου, αφετέρου δεν γνωρίζουμε – είναι επίσης περισσότερο απίθανο παρά πιθανό – αν θα είμαστε το ίδιο είδος. Ίσως έχει δίκιο ο ιστορικός και φιλόσοφος Χαραρί ο οποίος ισχυρίζεται πως από τον homo sapiens πλέον βαδίζουμε προς τον homo deus, τον άνθρωπο θεό, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης θεός: θα είμαστε σε θέση να δημιουργούμε οντότητες, κόσμους, Φύση, τη φύση μας, να ελέγχουμε τον χρόνο, και ούτω καθεξής. Ή θα καταστραφούμε, οπότε θα γίνουμε ο homo extinctus.

Για πρώτη φορά στην ιστορία ο άνθρωπος φτιάχνει τεχνολογίες που περισσότερο τον χρησιμοποιούν παρά τις χρησιμοποιεί. Ανέκαθεν ο άνθρωπος διάβαζε το βιβλίο. Διαμορφωνόταν από αυτό και στη συνέχεια διαμόρφωνε νέα βιβλία που με τη σειρά τους διαμόρφωναν άλλους ανθρώπους. Ποτέ δεν ήταν το αντικείμενο ο άνθρωπος, πάντα ήταν το υποκείμενο στη σχέση του με το βιβλίο. Σήμερα ο άνθρωπος εκτός του ότι διαβάζει το βιβλίο, διαβάζεται ταυτόχρονα από το βιβλίο. Το Facebook, και το Amazon Kindle και το Google και κάθε άλλος αλγόριθμος σου επιτρέπουν να τα διαβάσεις ενώ ταυτόχρονα σε διαβάζουν, συνήθως καλύτερα – σε μεγαλύτερο βάθος, εύρος και με μεγαλύτερη ακρίβεια – από ότι μπορείς εσύ ο ίδιος να διαβάζεις τον εαυτό σου. Αυτό τουλάχιστον συμβαίνει με την πολύ μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Έχουμε στο περιβάλλον μας τεχνολογίες και συσκευές που δεν είναι απλά έξυπνες, είναι αφενός εξυπνότερες συγκριτικά με εμάς, ενώ αφετέρου είναι – ή δύνανται να είναι η ίδιες ή να γίνουν στα χέρια τρίτων – και πονηρές. Έξυπνες και εξυπνότερες είναι με τη συμβατική έννοια της διάνοιας: υπολογίζουν ταχύτερα και ακριβέστερα τα γούστα μας, τις απόψεις και προτιμήσεις μας, τις ανάγκες πληροφόρησής μας, τις ανάγκες προϊόντων, το τι θα αγοράσουμε, πιστέψουμε, ψηφίσουμε, αποφασίσουμε, το πως και γιατί θα αποφασίσουμε το ότι αποφασίσουμε, και ούτω καθεξής. Και όλα αυτά μέσω του χρόνου που περνάμε μπροστά από μια σελίδα, την ταχύτητα που διαβάζουμε, τα κλικ που κάνουμε, το τι επιλέγουμε να κοινοποιήσουμε, το τι αποθηκεύουμε, το με ποιους συνομιλούμε, για πόση ώρα, τι λέμε, πως το λέμε, που βρισκόμαστε, με ποιον βρισκόμαστε όπου βρισκόμαστε, τι  χρώματα φοράμε, τι αγοράζουμε, πόσο ψάχνουμε προκειμένου αγοράσουμε, τι μουσική ακούμε, τι ταινίες βλέπουμε, ποιες γλώσσες μιλάμε, κλπ. Στην επόμενη φάση τους οι αλγόριθμοι θα μπορούν επίσης να μας βλέπουν – κάποιοι, για ζητήματα ασφαλείας, το κάνουν ήδη – και να ερμηνεύουν τις εκφράσεις μας, τις κινήσεις μας, τη διαστολή ή συστολή της κόρης του ματιού μας, την κατεύθυνση του βλέμματός μας, την προσοχή μας επί της όποιας πληροφορίας, το ποιο χρώμα μας τραβάει περισσότερο την προσοχή, κλπ. Αυτομάτως λοιπόν όχι μόνο θα γνωρίζουν τι και πως μας επηρρεάζει, αλλά τι και πως θα χρησιμοποιήσουν για να μας επηρρεάσουν, ενώ εμείς θα είμαστε παντελώς αφελείς και θα συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως «την ελέγχουμε την τεχνολογία που χρησιμοποιούμε, δεν μας ελέγχει». Αυτή είναι, και θα γίνει ακόμα περισσότερο, μια μεγάλη ψευδαίσθηση. Αν κάποιος ή κάποια δεν έχει εκπαιδευθεί επισταμένα και μακροχρόνια, δεν κάνει λάθη, δεν διορθωθεί από τρίτους, δεν διδαχθεί εκ των λαθών του και λαθών άλλων, δεν μάθει για καλές και κακές πρακτικές και δεν προσπαθεί συνεχώς να επανακαταρτίζεται σχετικά με τα νέα δεδομένα που συνεχώς εξελίσσονται και προκύπτουν, κανείς και καμιά δεν ελέγχει τις νέες τεχνολογίες, αντίθετα, τον ελέγχουν πλήρως, χωρίς να το συνειδητοποιεί. Ταυτόχρονα του δημιουργούν εξάρτηση – με τη βιολογική έννοια του όρου, αφού με κάθε αλληλεπίδραση με τρίτους μέσω των νέων τεχνολογιών (πχ ένα like σε κάποια δημοσίευσή μας) ο οργανισμός μας εκκρίνει ουσίες σαν την αδρεναλίνη και την ντοπαμίνη, ενώ αν μείνουμε πολλές ώρες εκτός παράγονται ουσίες σαν την κορτιζόλη, την «ουσία του άγχους» – με αποτέλεσμα να γινόμαστε πειθήνια όργανα των νέων τεχνολογιών, αντί να είναι αυτές τα όργανά μας. Σαν τους αποίκους μιας άλλης εποχής που πήγαν στην Αμερική και την Αφρική με καθρεφτάκια, χρωματιστές χάντρες και λίγο αλκοόλ στα χέρια και εξαγόρασαν ολόκληρες εκτάσεις, εκτόπισαν πληθυσμούς και τελικά υποδούλωσαν ολόκληρες ηπείρους, έτσι και οι σημερινοί αλγόριθμοι και οι ιδιοκτήτες τους – ιδιώτες και θεσμικοί, είτε εθνικοί είτε όχι – έρχονται με το καθρεφτάκι της εύκολης επικοινωνίας, τις χάντρες της παντοτινής διασύνδεσης και την πρέζα της απατηλής βιολογικής και ψυχολογικής ευχαρίστησης και εξαγοράζουν τα προσωπικά μας δεδομένα, που από τη στιγμή που τα δώσουμε όχι μόνο δεν μας ανήκουν, αλλά δεν μας ανήκουμε πλέον ούτε καν εμείς οι ίδιοι. Από την άλλη, «πονηρές» είναι αυτές οι τεχνολογίες με την έννοια ότι μπορούν να μας υποκλέπτουν πληροφορίες, ή να μας ζητούν να τις δώσουμε οικειοθελώς προκειμένου χρησιμοποιήσουμε τις τεχνολογίες, τις οποίες πληροφορίες στη συνέχεια δύνανται να χρησιμοποιούν με πάμπολους τρόπους, από το να πωλήσουν ή διαφημίσουν αγαθά και υπηρεσίες, μέχρι να διαμορφώσουν τη σκέψη μας και τις πεποιθήσεις μας, να ελέγξουν τη συμπεριφορά μας και κάθετι άλλο.

Σήμερα όλο και περισσότεροι πόλεμοι γίνονται εξ αποστάσεως. Ένα βίντεο προπαγάνδας, ένα drone και ένας χειριστής που σύντομα θα αντικατασταθεί από κάποιον αλγόριθμο, μια σελίδα κοινωνικής δικτύωσης, ένα bot διάδωσης λευκών και μπλε ψεμμάτων ή εναλλακτικών αληθειών, κλπ, έχουν αντικαταστήσει ως επί το πλείστον τους μαζικούς στρατούς των πεδίων των μαχών και των βιομηχανιών που συντηρούσαν τα πεδία των μαχών. Οι εργάτες του πολέμου και της παραγωγής αντικαθίστανται από μηχανές και έξυπνα προγράμματα. Εξ ου και βαδίζουμε προς τους αχρείαστους ανθρώπους του 21ου αιώνα. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξαν αχρείαστοι άνθρωποι: δούλοι, προλετάριοι, ακόμα και οι κάστες των ανέγγιχτων ή των «κλεφτών-δολοφόνων», πιστών της θεάς Κάλι, στην Ινδία είχαν τη χρησιμότητά τους. Ποτέ κανείς δεν σκέφτηκε πως δεν χρειάζονταν. Αυτή όμως δύναται να είναι η μοίρα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων του 21ου και του 22ου αιώνα. Αυτή η παράμετρος θέτει μια νέα πραγματικότητα. Πάντοτε οι ηγέτες, πολεμοχαρείς ή μη, επιθυμούσαν – σε κάποιο βαθμό – την τουλάχιστον μερική ευημερία του λαού τους, προκειμένου είτε να μην ξεσηκωθούν και τους σκοτώσουν, είτε να είναι σε θέση να κάνουν επιθετικό πόλεμο, ή να αμυνθούν αν τους επιτεθούν τρίτοι, ή απλά προκειμένου διαιωνίσουν την υστεροφημία τους. Τώρα πλέον αυτό δεν είναι απαραίτητο. Οι ηγέτες μπορούν να εξασφαλίζουν την προσωπική τους ασφάλεια μέσω τεχνολογιών, όπως και τα συμφέροντά τους, της χώρας ή της επιχείρησής τους, πολύ δε περισσότερο την υστεροφημία τους και την μακροημέρευσή τους. Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πλέον. Κάποιοι ηγέτες, ή ακριβέστερα κάποιες ελίτ, το συνειδητοποίησαν και «επαναστάτησαν», από τα πάνω, δημιουργώντας τον και βαδίζοντας πλέον στον δρόμο του 0,1%. Κατακτήσεις αιώνων «απλά» ξεπεράστηκαν ή ξεπερνώνται, κάτι το οποίο προφανώς δεν είναι διόλου απλό. Αλλά συνέβη, συμβαίνει και προβλέπεται να συνεχίσει να συμβαίνει.

Ακόμα και το σεξουαλικό ένστικτο και ο σεξουαλικός πόθος κινδυνεύουν πλέον να αντικατασταθούν. Βρίσκονται ήδη στην αγορά και προβλέπεται πως θα τύχουν ευρείας αποδοχής τα λεγόμενα sexbots – σεξουαλικά ρομπότ. Αντιστοιχούν και στα δύο φύλα, στην αφή είναι σχεδόν σαν το ανθρώπινο δέρμα, στην όψη μιμούνται τις καλύτερες εκδόσεις του ανθρώπου και υπόσχονται σεξουαλικές ηδονές για όλα τα γούστα, χωρίς καμία απολύτως συναισθηματική επένδυση και κανένα συνεπαγόμενο συναισθηματικό κίνδυνο ή κόστος, πλην του οικονομικού. Και όσο και αν σε κάποιους σήμερα φαίνεται αδιανόητο το να κάνει κάποιος ή κάποια σεξ με μηχανές, εφόσον αυτά διατίθενται, κάποιοι θα τα αγοράσουν, οι τεχνολογίες θα εξελιχθούν, οι αγοραστές θα αγοράσουν και επόμενες εκδόσεις και θα εκπαιδεύσουν και τρίτους μέσω της διαφήμισης των απολαύσεων που προσφέρουν, και μέσω ενός θετικού feedback loop αυτές θα βρουν τουλάχιστον κάποιας αποδοχής. Δεν αργεί η εποχή που δεν θα ανησυχούν οι γονείς να μην μείνει έγκυος η έφηβη κόρη τους ή να μην αφήσει έγκυο κάποιων άλλων την κόρη ο έφηβος γιός τους, ή να μην αρπάξουν κάποιο ΣΜΝ, αλλά για το αν θα κάνουν ποτέ σεξ – πόσο μάλλον έρωτα – με κάποιο άλλο ανθρώπινο ον τα παιδιά τους. Ο κόσμος αλλάζει γοργά και μάλιστα προς κατευθύνσεις που θα ήταν παλιότερα όχι μόνο αντικείμενο ταινιών και βιβλίων επιστημονικής φαντασίας, αλλά απλά αδιανόητες.

Έξυπνα αυτοκίνητα κυκλοφορούν ήδη και σύντομα θα γίνουν πλειοψηφία, όπως σύντομα έγιναν πλειοψηφία τα αυτοκίνητα και αντικατέστησαν τα κάρα και τα άλογα προ ενός αιώνα. Τα αυτοκίνητα αυτά θα μπορούν στιγμιαία να λάβουν αποφάσεις ζωής και θανάτου: να προτιμήσουν το θάνατο του επιβάτη τους ή τριών επιβατών ενός άλλου αυτοκινήτου, αν και εφόσον μπορούν; Του επιβάτη τους ή πέντε πεζών; Τριών άλλων αυτοκινήτων την καταστροφή μαζί με τους επιβάτες τους ή τη δική τους μαζί με τους δικού τους επιβάτες; Οι εταιρίες που τα παράγουν ενδεχομένως θα τα διαφημίσουν και ως «αλτρουιστικά» ή «εγωιστικά» αυτοκίνητα. Τα πρώτα θα διαφυλάσσουν, ενδεχομένως, τη ζωή των περισσότερων δυνατών ανθρώπων, ασχέτων ποιοι είναι και αν φταίνε για το ατύχημα, τα δεύτερα εκείνη των επιβατών τους. Πόσοι θα επιλέξουν τα πρώτα και πόσοι τα δεύτερα; Τα κράτη θα παρέμβουν για να επιβάλλουν τον έναν ή τον άλλον τύπο ή θα αποφασίσει η αγορά με βάση το κριτήριο «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο»; Ζήτηση, προσφορά, ηθική, νομική, ασφάλεια, οικονομία, στρατηγικό πλεονέκτημα, φιλοσοφικές προεκτάσεις έρχονται όλα στο προσκήνιο με ανάλογα ζητήματα, τα οποία όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουμε λογικά, αν και αντιλαμβανόμαστε στον έναν ή τον άλλον βαθμό συναισθηματικά, αδυνατούμε και εκ φύσεως να τα αντιπαρέλθουμε, δεδομένου του ότι βρίσκονται τελείως εκτός φυσικής εξελικτικής διαδικασίας τόσο με τη βιολογική της υπόσταση, όσο και με την πολιτισμική της. Κανένας οργανισμός και καμιά κουλτούρα δεν έχει εξελιχθεί για την αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων και όμως αυτά προκύπτουν. Αν τύχουν σωστής επίλυσης, θα επιβιώσουμε. Αν όχι, δεν θα επιβιώσουμε. Όχι τουλάχιστον ως το είδος που είμαστε μέχρι σήμερα.

Για όλα αυτά τα ζητήματα ποια η θέση της Αριστεράς, της Δεξιάς, της Κεντροαριστεράς, ή της Κεντροδεξιάς, στην Ελλάδα και διεθνώς; Εμφανώς και προφανώς – στο βαθμό που δύναμαι να γνωρίζω – καμία. Ποια η θέση της διανόησης και της επιστήμης της χώρας μας; Σε μεγάλο βαθμό επίσης καμία. Όχι γιατί δεν θα ήθελαν να έχουν θέση, αλλά κυρίως γιατί επικεντρωμένες καθώς είναι με τη δουλειά του ιδεολογείν και του διακυβερνείν οι πολιτικοί χώροι, και με την στενά προσδιορισμένη επιστημονική ή διανοητική εργασία τους οι δεύτεροι, όπως και με την εθνική μας ενασχόληση με την ομφαλοσκόπηση από κοινού, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν ασχοληθεί με το να ανανεώσουν τη σκέψη τους, τη γνώση τους, τις απόψεις τους, τις αποφάσεις τους και τις προτάσεις τους. Ως εκ τούτου, δεν έχουν θέση. Επίσης, σε αυτό συμβάλει και το γεγονός ότι οι διάφοροι πολιτικοί χώροι ως τέτοιοι και ως έννοιες ξεπεράστηκαν από τις εξελίξεις. Την εποχή που ο κύριως διαχωρισμός δεν γίνεται ανάμεσα σε αυτούς που έχουν στην κατοχή τους τα μέσα παραγωγής και εκείνους που δεν τα έχουν, ούτε με βάση εθνικά σύνορα, ούτε με βάση τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, ούτε στη βάση του χρώματος του δέρματός ή του φύλου, αλλά με βάση την πρόσβαση στην και την κατάκτηση της γνώσης και της ψηφιακής οικονομίας, ανακύπτει ανάμεσα στις κοινωνίες και τα έθνη κράτη του κόσμου ο νέος διαχωρισμός: το ψηφιακό χάσμα. Εκείνα τα κράτη που ελέγχουν την τεχνολογία, ελέγχουν και όλα τα υπόλοιπα. Εκείνα που την εξελίσσουν αποκτούν ένα ακόμα ατού. Όσοι μένουν πίσω καταδικάζονται όχι μόνο να μείνουν πίσω ακόμα περισσότερο στο μέλλον μέχρι να γίνει το λεγόμενο trickle-down effect (που πήρε στον βιομηχανικό καπιταλισμό περί τα 200 χρόνια για να ολοκληρωθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό), αλλά και σε μια κατώτερη μορφή ύπαρξης: όχι μόνο δεν θα απολαμβάνουν τα υλικά αγαθά που άλλοι απολαμβάνουν, θα σκέφτονται και θα δρουν σύμφωνα με το πως άλλοι επιθυμούν οι πρώτοι να σκέφτονται και να δρουν. Όχι μόνο δεν θα είναι ελεύθεροι με τη συμβατική έννοια της λέξης, αλλά δεν θα είναι ελεύθεροι ούτε καν να εννοήσουν πως δεν είναι ελεύθεροι. Ενδεχομένως μάλιστα να πείθονται ακόμα και πως είναι πλήρως ελεύθεροι ενώ θα είναι τα πλέον ανελεύθερα όντα που γέννησε ποτέ η Φύση.

Προς τα εκεί βαδίζουμε και σε κάποιο βαθμό εκεί βρισκόμαστε. Και αν δεν αλλάξουμε τις λέξεις με τις οποίες σκεφτόμαστε, αν δεν ανανεώσουμε τις έννοιες που θέλουμε αυτές να μεταφέρουν, αν δεν δρομολογήσουμε νέα συναισθηματικά φορτία που επιθυμούμε να μεταδίδουμε μέσω αυτών, τότε κάθε λέξη θα γίνεται όχι μόνο μια αυταπάτη, αλλά μια παγίδα με καταστροφικές συνέπειες για το ίδιο μας το είναι.

Δεν λέω λοιπόν πως η λέξη κεντροαριστερά δεν έχει σήμερα βαρύ ιστορικό και συναισθηματικό φορτίο. Λέω όμως πως πρέπει να το απαλλάξουμε από τα βαρίδια και τις νοητικές και συναισθηματικές αποσκευές που του έχουν προσδεθεί μετά από μακρά διαδρομή και να το επαναφορτίσουμε με νέα δεδομένα που ανταποκρίνονται καλύτερα στο σήμερα, αντί να προβάλλουν το χθες. Το χθες τελείωσε και το αύριο ακόμα δεν ήρθε. Σήμερα ήρθε η ώρα να δράσουμε, φιλοσοφώντας την επιστήμη και την ιστορία, επιστημοποιώντας την ιστορία και τη φιλοσοφία και εξιστορώντας τη φιλοσοφία και την επιστήμη τόσο του χθες όσο και του αύριο. Αν αυτά δεν τα κάνουμε, τόσο η πολιτική ορολογία όσο και η πολιτική εν γένει θα συνεχίσουν, για λίγο τουλάχιστον χρονικό διάστημα, να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία χειραγώγησης των μαζών, ενώ όμως θα έχουν στερηθεί τόσο υπόστασης, όσο και νοήματος, ουσίας και χρησιμότητας. Ωστόσο δεν θα δίδουν λύσεις στα τρέχοντα προβλήματα. Ουσιαστικά θα αυξάνουν τα προβλήματα αυτά, μέχρι που θα πέσουμε θύματά τους. Αντί να είναι μέρος της λύσης, θα συνεχίσουν να γίνονται μέρος του προβλήματος. Αντί να είναι οχήματα κατανόησης και διαχείρισης του κόσμου, θα είναι οχήματα παρανόησης και κακοδιαχείρισής του. Αντί να μας οδηγήσουν σε νίκες και δόξες θα συνεχίζουν να μας οδηγούν σε πύρριες μάχες και ολέθρους.

Για να ξεφύγουμε από την κρίση που ταλανίζει τη χώρα πρέπει να δούμε μπροστά στα μάτια μας, την κρίση που ταλανίζει τον κόσμο, σε μια εποχή μεγάλων μεταλλάξεων και ρευστοποιήσεων, τεχνολογικών επαναστάσεων και πληθυσμιακών ανατροπών, οικολογικών ανατροπών, αφανισμών των ειδών και πληθυσμιακών εκρήξων. Αν όλα αυτά συνεχίσουμε να τα αγνοούμε, ως τυφλοί θα οδηγούμαστε από τυφλούς προς τον γκρεμό του χάους, ενδεχομένως γιορτάζοντας το γεγονός πως τουλάχιστον είμαστε όλοι μαζί, ή ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα, ή τις παραδόσεις και τα έθιμά μας, μέχρι το χάος να μας καταπιεί. Αυτό θέλουμε; Μπορούμε να συνεχίσουμε να παραβλέπουμε την πραγματικότητα και να την παρανοούμε. Δεν το θέλουμε; Πρέπει – επειγόντως – να αλλάξουμε λέξεις, γλώσσα, νοήματα, προτεραιότητες, έννοιες, προτάγματα, ιδεολογίες, τεχνολογίες, παιδεία, εκπαίδευση, χαρακτήρα, προσωπικότητα και ταυτότητα. Αν αυτά τα επιτύχει η Κεντροαριστερά, τότε επαξίως θα φέρει το όνομά της – αυτή ήταν εδώ και μερικούς αιώνες η δύναμη των συντεταγμένων και ριζοσπαστικών πλην αναίμακτων και δημοκρατικών μεγάλων αλλαγών. Αν όχι, τότε όπως και αν λέγεται θα έχει αποτύχει και η μακροιστορία του ανθρώπου θα τη σβήσει από τα κατάστιχά της. Στους νικητές τυγχάνει η θύμηση, στους ηττημένους η λήθη και η λησμονιά. Και όταν νικητές και ηττημένοι απειλούνται να γίνουν όλοι αντικείμενο αφανισμού, το διακύβευμα είναι τεράστιο. Ίσως και γι αυτό να είναι, κατά τη γνώμη μου, καλύτερα προσαρμοσμένο στη φύση της κεντροαριστεράς: γιατί με τα μικρά και τα μεσαία (τη διαχείριση και τη συντήρηση) δεν της αξίζει να ασχολείται και ως εκ τούτου δεν τα πηγαίνει συνήθως καλά, ενώ με τα μεγάλα και σπουδαία (τη δημιουργία και τις ανατροπές) έκανε πάντοτε την επιλογή να ασχοληθεί και ως εκ τούτου απέκτησε εμπειρία αφενός, μεγάλες επιτυχίες που έθρεψαν την αυτοπεποίθησή της αφετέρου. Προκειμένου επιτύχει στη δυσκολότερη υπόθεση όλων – την επιβίωση και διαιώνιση του ανθρωπίνου είδους και του οικοσυστήματος μαζί με τα λοιπά μέλη της χλωρίδας και της πανίδας – και τα δύο είναι σημαντικότατα. Εμπειρία ανευ αυτοπεποίθησης γίνεται κενό γράμμα. Αυτοπεποίθηση άνευ εμπειρίας γίνεται συνήθως χίμαιρα. Και τα δύο μαζί μπορούν να δημιουργήσουν το μείγμα της σοφίας που απαιτούν οι καταστάσεις για ένα καλύτερο αύριο, ή – τουλάχιστον – για ένα οποιοδήποτε αύριο που αξίζει να λέγεται ανθρώπινο.

Του Αλέξανδρου Κ. Λιακόπουλου, πολιτικός επιστήμονας – διεθνολόγος