Άρθρο του Παναγιώτη Βλάχου, Γραμματέα Επικοινωνίας του Κινήματος Αλλαγής στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα της Κυριακής»:
Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, ο Joe Biden φαίνεται ότι θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Είναι όμως εξίσου πιθανό ο διχασμός που καταγράφηκε στην κάλπη να συνεχιστεί και στα δικαστήρια, παράγοντας αβεβαιότητα στο εξωτερικό και βαθαίνοντας τον διχασμό μέσα στην Αμερική. Η αναμέτρηση όμως αυτή προσφέρεται για μια σειρά από ενδιαφέροντα πρώτα συμπεράσματα, με τις αναγκαίες αναλογίες, αφού ούτε η αμερικανική κοινωνία ούτε το πολιτικό της σύστημα έχουν σημαντικές ομοιότητες με την ελληνική πραγματικότητα. Βοηθούν όμως να αντιληφθούμε τάσεις που ενδεχομένως βρήκαμε ή θα βρούμε μπροστά μας ή να μας επιβεβαιώσουν αλήθειες που συχνά προσπερνάμε μέσα στον κατακλυσμό πληροφοριών που καταναλώνουμε.
Πρώτο μάθημα, η οικονομία εξακολουθεί να είναι το βασικό κριτήριο ψήφου. Μπορεί η πανδημία, τα σκάνδαλα, ο ρατσισμός, η αστυνομική βία, οι σχέσεις με Ρωσία και Κίνα να στιγμάτισαν στο δικό μας μυαλό ή τα πρωτοσέλιδα των φιλελεύθερων ΜΜΕ, αλλά η αλήθεια είναι ότι πριν την πανδημία, ο Τραμπ κληρονόμησε μια οικονομία σε ανοδική τροχιά (2.3% ανάπτυξη), την οποία ενδυνάμωσε (2.5% ανάπτυξη, 3.5% ανεργία) με φοροαπαλλαγές στις μεγάλες επιχειρήσεις και ανοδικά ράλι στο χρηματιστήριο. Πολλές από τις δεξαμενές ψήφων που τον στήριξαν πάνω στο νήμα δεν του χρέωσαν την πανδημία ούτε τις ανισότητες.
Δεύτερο, η κοινωνική βάση των κομμάτων αλλάζει, “απο-ευθυγραμμίζεται”. Τα αστικά κέντρα, οι περισσότεροι μορφωμένοι, φιλελεύθεροι και ελεύθεροι επαγγελματίες ψηφίζουν Δημοκρατικούς, ενώ η ύπαιθρος, οι λιγότερο μορφωμένοι, οι μη προνομιούχοι ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους. Μπορεί, πχ στο Μιλγουόκι ο Μπάιντεν να κερδισε το 70% των ψήφων, 10 λεπτά ομως έξω από την πόλη, η εικόνα ήταν εντελώς αντεστραμμένη. Αυτό που φάνηκε το 2016, επιβεβαιώθηκε το 2020.
Τρίτον, όσο οι δημοκράτες και προοδευτικοί ζούσαμε μέσα στη φούσκα μας, ο Τραμπ έχτισε πάνω του ένα αφήγημα που ακουμπούσε περισσότερο στον αμερικανικό “τρόπο ζωής”, ικανό να συμφιλιώνει πολιτισμικά, εθνοτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, που διαπερνούν τις παραδοσιακές ταυτότητες. Ό,τι πχ στην Φλόριντα τον ψήφισαν εθνοτικές μειονότητες σημαίνει ότι μέτρησε περισσότερο η οικονομική τάξη και η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας παρά η μεταναστευτική ρίζα. Καμία, δηλαδή, κοινωνική ομάδα δεν πρέπει να θεωρείται πια “μονομπλοκ” για τα κόμματα.
Τέταρτον, η κινητοποίηση στη βάση, η επιμονή στο χτύπημα της πόρτας, τα στοχευμένα μηνύματα και οι μαζικές εκστρατείες σε περιοχές-κλειδιά, είναι περισσότερο αποτελεσματικά από πανεθνικά μηνύματα ή σαλαμοποιημένες εκστρατείες. Όταν ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών επιλέγει πλέον την εξατομικευμένη ενημέρωση μέσα από το Διαδίκτυο ή βλέπει γύρω του αναξιόπιστους θεσμούς, είναι λογικό να ταυτίζεται με αυτόν που θα του χτυπήσει την πόρτα, θα του μιλήσει τη γλώσσα του, θα μπει στο timeline του, θα δείξει ενδιαφέρον και δεν θα τον πει “ψεκασμένο”. Και αυτό το πέτυχε κυρίως η “ταυτοτική” καμπάνια του Τραμπ με 14 μαζικές εκστρατείες μέσα στις τρεις ημέρες πριν τις εκλογές.
Πέμπτο, δεν νίκησε ο Μπάιντεν, αλλά το Δημοκρατικό Κόμμα και το “αντι-Τραμπ” μέτωπο. Είναι πιο εύκολο να εκμεταλλευτείς και να μεγαλώσεις ένα κύμα δυσαρέσκειας, παρά να δημιουργήσεις θετικές προσδοκίες γύρω από ένα νέο και χαρισματικό πρόσωπο, που στην προκειμένη περίπτωση έλειπε. Η επιλογή του μετριοπαθούς Μπάιντεν ήταν σωτήρια για τους Δημοκρατικούς, γιατί αφενός συσπείρωσε την κεντρώα με την αριστερή πτέρυγα κινητοποιώντας το σύστημα Ομπάμα, αφετέρου γιατί αφαίρεσε από τον Τραμπ τη δυνατότητα να εξάπτει τα “αντι-σοσιαλιστικά” αισθήματα των μετακινούμενων ψηφοφόρων, σε περίπτωση που οι Δημοκρατικοι είχαν επιλέξει πχ την Γουόρεν ή τον Σάντερς. Η έξυπνη ταύτιση των Δημοκρατικών με την επιλογή της επιστολικής ψήφου οδήγησε σε συμμετοχή ρεκόρ, μεγαλύτερη από κάθε άλλη αναμέτρηση τα τελευταία 120 χρόνια και τον Μπάιντεν να συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους από κάθε άλλο προεδρικό υποψήφιο στην ιστορία των ΗΠΑ.
Είναι βέβαιο ότι ο “Τζο της μεσαίας τάξης”, όπως αποκαλείται, θα έχει ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο. Η θητεία του θα μπορούσε από τώρα να έχει τίτλο “η συμφιλίωση των άκρων”. Όσα ζουν οι ΗΠΑ αυτές τις ημέρες ίσως να είναι μόνο η αρχή μιας νέας εποχής για τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής.