Ομιλία Τόνιας Αντωνίου στην Κεντρική Πολιτική Επιτροπή – Κίνημα Αλλαγής

Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η παράταξή μας τους τελευταίους μήνες εισήλθε ορμητικά στο προσκήνιο της δημοσιότητας, αφενός λόγω του σοκ που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η απώλεια της αείμνηστης Προέδρου μας Φώφης Γεννηματά και αφετέρου λόγω των εκλογών για την ανάδειξη νέας ηγεσίας, καθώς και του αποτελέσματός τους, που δημιούργησε νέες προσδοκίες.

Η Φώφη Γεννηματά έφυγε κληροδοτώντας στην παράταξή μας ένα πολύτιμο ηθικό κεφάλαιο, το οποίο νωρίτερα ο χώρος μας είχε απωλέσει, αλλά και ένα πολιτικό κεφάλαιο ενότητας και αυτόνομης πορείας, που καλούμαστε να διατηρήσουμε και να επαυξήσουμε.

Παράλληλα, όλες μαζί οι υποψηφιότητες, η καθεμία με το δικό της ειδικό βάρος και τη δική της οπτική για το μέλλον του χώρου, συνέβαλαν στο να υπάρξει μια ιδιαίτερα αυξημένη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία. Κι αυτό το κέρδος θα πρέπει να το διαφυλάξουμε και να το αξιοποιήσουμε.

Τα φώτα στράφηκαν προς το Κίνημα Αλλαγής σε μια χρονική συγκυρία που ήδη υπήρχε πρόσφορο έδαφος για κάτι τέτοιο.
Αυτό το πρόσφορο έδαφος ήταν η έντονη αναζήτηση από τους πολίτες μιας νέας εναλλακτικής πρότασης, σε ένα πολιτικό τοπίο όπου οι δύο πρωταγωνιστές του δεν μπορούν πια να πείσουν και πολύ περισσότερο να εμπνεύσουν.

Η κυβέρνηση του κυρίου Μητσοτάκη, όχι μόνο έχει εξοργίσει όσους πολίτες είχαν εξαρχής αρνητική προδιάθεση απέναντί της, αλλά έχει απογοητεύσει και πολλούς από όσους την ψήφισαν, αφού αποδείχθηκε πολύ κατώτερη των προσδοκιών τους.

Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι σε μια εποχή μεγάλων κρίσεων και προκλήσεων η ΝΔ μετρήθηκε και αποδείχθηκε λίγη, ανεπαρκής και ελλιπής, σε επίπεδο διαχείρισης, αντανακλαστικών, αλλά και στρατηγικών επιλογών.

Αυτό συνέβη με εμφατικό τρόπο στην περίπτωση της πανδημίας, και στο υγειονομικό της σκέλος και στο οικονομικό.

Το ίδιο καταγράφηκε στο πεδίο της αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών, όπου οι πολίτες δεν αισθάνθηκαν ότι η πολιτεία βρέθηκε δίπλα τους.

Κάτι ανάλογο συνέβη στο πεδίο της ακρίβειας, που προϋπήρχε, αλλά πήρε εκρηκτικές διαστάσεις με την έναρξη του πολέμου, ενώ μια νέα διαδικασία φτωχοποίησης της κοινωνίας βρίσκεται σε εξέλιξη.

Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κυβέρνηση αποδεικνύεται συνεχώς ένας παρατηρητής και ακόλουθος αποφάσεων που λαμβάνουν άλλοι, χωρίς και η ίδια να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να καταστήσουν τη χώρα μας υπολογίσιμο γεωπολιτικό παράγοντα στην περιοχή.

Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι η χώρα δεν διαθέτει σήμερα ούτε ηγεσία, ούτε εθνική στρατηγική.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, για την οποία δεν έχει ενημερωθεί ο ελληνικός λαός και τα ερωτηματικά είναι έντονα σε σχέση με τη σκοπιμότητα και το περιεχόμενό της στην παρούσα συγκυρία.
Η ενημέρωση στους πολιτικούς αρχηγούς φάνηκε να αποτελεί απόπειρα για διάχυση της ευθύνης, τη στιγμή που ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας υποστήριξε ότι σε συνομιλίες που είχε με τον ομόλογό του Νίκο Παναγιωτόπουλο, πρότεινε τουριστική και οικονομική συνεκμετάλλευση του πλούτου του Αιγαίου, λαμβάνοντας θετική απάντηση.

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστεί πολιτική δύναμη χωρίς αξιοπιστία.
Όχι μόνο λόγω της αποτυχημένης διακυβέρνησής του, που κληροδότησε στη χώρα προβλήματα και μακροχρόνιες δεσμεύσεις, αλλά και λόγω της σοβαρής ανεπάρκειάς του στην αντιπολίτευση.

Μέσα σε αυτό το πολιτικό τοπίο, η παράταξή μας διαθέτει ακόμα το momentum και την ιστορική ευκαιρία να κάνει την υπέρβασή της.
Ωστόσο, η δυναμική που καταγράφηκε έντονα το προηγούμενο διάστημα βρίσκεται σε ένα σημείο κρίσιμης καμπής για τη μετέπειτα εξέλιξή της.
Είναι προφανές ότι ούτε η Νέα Δημοκρατία, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια απέναντι σε αυτήν τη δυναμική.

Η Νέα Δημοκρατία ενοχλείται και αντιδρά με επιθέσεις, όποτε προχωράμε σε τεκμηριωμένη αποδόμηση της εικόνας του δήθεν «επιτελικού κράτους» και όποτε αποκαλύπτουμε ότι πίσω από τις δήθεν μεταρρυθμίσεις της βρίσκονται σκληρές πελατειακές και νεοφιλελεύθερες λογικές.
Το μεγάλο πρόβλημα της κυβέρνησης της ΝΔ είναι η πιθανότητα εμφάνισης στα αριστερά της μιας αντικυβερνητικής αντιπολίτευσης πιο αξιόπιστης από το ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ενοχλείται και αντιδρά όταν αισθάνεται ότι χάνει το αντιδεξιό μονοπώλιο από μια πολιτική δύναμη που δεν επενδύει στο λαϊκισμό, αλλά διαθέτει σοβαρό προγραμματικό λόγο.

Το ζητούμενο για μας είναι να μην θολώνουμε το πολιτικό μας μήνυμα και να μην υπάρχει αμφιθυμία, όταν χρειάζεται να χαραχθούν και να προβληθούν οι ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές μας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ιδιαίτερα όταν δεχόμαστε πιέσεις τόσο από το Μαξίμου, όσο κι από το παράλληλο μιντιακό σύστημα που αναπαράγει τη γραμμή του.

Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να διαμορφωθεί ένας άλλος ισχυρός αντιδεξιός πόλος, διαφορετικός από εκείνον του ΣΥΡΙΖΑ και μια νέα πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία στο πλαίσιο μια εναλλακτικής προοδευτικής πρότασης διακυβέρνησης.

Ζητούμενο, επίσης, είναι η εξωστρεφής δράση και η συνεχής ανάπτυξη μιας αξιόπιστης σχέσης με τους πολίτες και τους διάφορους κοινωνικούς και επαγγελματικούς χώρους.

Μιας σχέσης που περνά μέσα από ανοιχτή διαβούλευση.
Το ζητούμενο εδώ είναι να διαμορφωθούν απαντήσεις στα νέα ζητήματα που εγείρονται από τη 4η βιομηχανική επανάσταση, από την Κλιματική Αλλαγή, αλλά και τις μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές και τα οποία έχουν άμεση επίδραση στη ζωή των ανθρώπων.
Η ανάπτυξη αυτής της σχέσης δεν επιτρέπεται να θυσιαστεί στο βωμό οποιασδήποτε διαδικασίας που μπορεί να δημιουργήσει εσωστρέφεια, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια χρονιά που μπορεί να είναι εκλογική.
Οι εξελίξεις και τα διακυβεύματα που βρίσκονται μπροστά μας, απαιτούν από μας να ψηλώσουμε κι άλλο πολιτικά, για να μπορέσουμε τελικά να ψηλώσουμε όχι μόνο δημοσκοπικά, αλλά και εκλογικά.

Έχουμε απέναντί μας το πολιτικό δεδομένο, ότι η παρούσα κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τη διοίκηση της χώρας σαν την διοίκηση μιας ιδιωτικής ανώνυμης εταιρείας.
Αυτό είναι πάρα πολύ ανησυχητικό, ενόψει μάλιστα και της διαχείρισης των τεράστιων πόρων που αναμένεται να διατεθούν στη χώρα μας από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από άλλες ευρωπαϊκές πηγές.

Το πώς θα γίνει η διαχείριση αυτών των πόρων και το πού θα κατευθυνθούν, είναι μείζον ζήτημα οικονομικό, παραγωγικό και αναπτυξιακό, μείζον κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα και τελικά μείζον ζήτημα δικαιοσύνης και δημοκρατίας.
Ζήτημα που ξεπερνά τη θητεία μιας κυβέρνησης και επομένως θα πρέπει να αποτελέσει πεδίο συζήτησης για τα κόμματα και τους κοινωνικούς φορείς.

Σε αυτό το πεδίο θα μετρηθεί και η δική μας δυνατότητα να αρθρώσουμε πολιτικό λόγο με διακριτό ιδεολογικό πρόσημο, ικανό να αλλάξει τους συσχετισμούς, να ξανακάνει τη δημοκρατική και προοδευτική παράταξη κυβερνώσα και να αλλάξει την πορεία της χώρας.

Σας ευχαριστώ.


Πηγή

Leave a Reply