Mανώλης Χριστοδουλάκης: «Κάποιος να πάει τη χώρα μπροστά»

Άρθρο του Μανώλη Χριστοδουλάκη, Γραμματέα του Κινήματος Αλλαγής, στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα»:

Είναι γεγονός ότι μέσα στο δημόσιο διάλογο για τη διαχείριση της πανδημίας, το ρυθμό εμβολιασμού, τις κοινωνικές και οικονομικές της επιπτώσεις, οι περισσότεροι από εμάς, αντιλαμβανόμαστε παράλληλα ότι η ανοσία της αγέλης δεν θα σηματοδοτήσει απλώς το τέλος μιας δύσκολης συγκυρίας. Πολύ περισσότερο, η υγειονομική κρίση και ο συντριπτικός τρόπος που άλλαξε τη ζωή μας, αναδεικνύοντας τις παθογένειες του σύγχρονου κόσμου και επιταχύνοντας τα ιδεολογικά διλήμματα των επόμενων δεκαετιών, σηματοδοτούν τη αρχή μιας νέας εποχής. Σε αυτήν, ο ισχυρός και ο ανθεκτικός θα είναι αυτός που θα αντιληφθεί εγκαίρως την ανάγκη για τον επανασχεδιασμό του κράτους, των κοινωνικών και οικονομικών του δομών με τρόπο που θα απαντήσουν στην «κανονικότητα» της ψηφιακής εποχής, του αυτοματισμού, της κλιματικής κρίσης και των διαρκώς εντεινόμενων διεθνών αλληλοσυσχετίσεων.

Και σε αυτήν την πρόκληση μπροστά βρίσκεται και η χώρα μας. Έχοντας την ευκαιρία τώρα να διαμορφώσει μία Ελλάδα μπροστά από την εποχή της. Και φαίνεται πως η κυβέρνηση το έχει αντιληφθεί. Ή μήπως όχι;

Μεταρρύθμισε λέει την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και αντί να μιλήσει για την ανάγκη εξωστρέφειας των ακαδημαϊκών μας Ιδρυμάτων, για την προαγωγή της έρευνας, της τεχνολογικής καινοτομίας, της πρακτικής άσκησης, το διεθνή αλλά και τον κοινωνικό τους ρόλο, τη διασύνδεση των προγραμμάτων σπουδών με τις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας, των αποφοίτων με την αγορά εργασίας, «μεταρρύθμισε» τα σώματα ασφαλείας. Έβαλε έτσι τα Πανεπιστήμια με «ασφάλεια» στη νέα δεκαετία.

Μεταρρυθμίζει τώρα την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και αντί να μιλήσει για την Περιφερειακή Διακυβέρνηση, την περεταίρω αποκέντρωση λειτουργιών και αρμοδιοτήτων, συνοδευόμενων φυσικά με τους απαιτούμενους πόρους και εργαλεία, αντί να δομήσει πάνω στο 1ο και τον 2ο βαθμό το νέο παραγωγικό πρότυπο της χώρας με βάση τη διακριτή περιφερειακή αναπτυξιακή ταυτότητα της κάθε περιοχής, «μεταρρυθμίζει» τον εκλογικό τους νόμο. Βάζει έτσι με «ασφάλεια» τις υφιστάμενες γαλάζιες διοικήσεις στη νέα τετραετία.

Μεταρρύθμισε την αγορά εργασίας. Και αντί να μιλήσει για το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που χρειάζεται το νέο περιβάλλον της τηλεργασίας, να καταπολεμήσει τις ελαστικές μορφές εργασίας, να επαναπροσδιορίσει την έννοια του ελεύθερου χρόνου, του ωραρίου, της υπερωρίας, όχι με τρόπο δογματικό και ιδεοληπτικό αλλά με τρόπο που θα διασφαλίζει εκ νέου την εργασιακή αξιοπρέπεια του σήμερα και όχι των προηγούμενων δεκαετιών. Αντί να αναβαθμίσει την δια βίου μάθηση και την επανακατάρτιση που θα απαντήσει στην αναδιαμόρφωση του επαγγελματικού χάρτη που θα φέρει η 4η βιομηχανική επανάσταση, ο αυτοματισμός, η τεχνητή νοημοσύνη, «μεταρρύθμισε» την εκ περιτροπής εργασία, την κατάργηση των συλλογικών διεκδικήσεων, θεωρώντας την επιδοματική εξάρτηση ως πελατειακή λύση για την επόμενη ημέρα της εργασιακής ανασφάλειας, μέσα σε ένα παντελώς αρρύθμιστο νέο περιβάλλον. Θέτει έτσι με «ασφάλεια» την εργοδοσία έναντι της απειλής της εργασιακής αυθαιρεσίας. 

Μεταρρύθμισε το σύστημα υγείας. Και αντί να μιλήσει για το σχέδιο σύγχρονων αναβαθμισμένων υπηρεσιών δημόσιας υγείας, για ενιαίο δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, για τη συστηματοποίηση της διαχείρισης χρόνιων παθήσεων, για την ψυχική υγεία, τη διαλειτουργικότητα της ιατρικής πληροφορίας, τη στήριξη στην πράξη γιατρών και νοσηλευτών, τη μόνιμη κάλυψη των λειτουργικών κενών, διαχειρίζεται την πανδημία πυροσβεστικά, βαφτίζει χώρους ανάνηψης σε ΜΕΘ, χειροκροτά με θέρμη τους υγειονομικούς στο μπαλκόνι, και αφήνει το ΕΣΥ σε μία συστηματική απαξίωση. Στρώνει έτσι με «ασφάλεια» το έδαφος, για την αντικατάσταση του από την ιδιωτική υγεία.

Αν προσέξατε, όλα γίνονται με «ασφάλεια». Είναι το εργαλείο του φόβου, ικανό να δημιουργήσει τις απαιτούμενες νέες διχαστικές τομές, τα νέα στρατόπεδα. Αυτά χρησιμεύουν ώστε να κρυφτεί πιο εύκολα η ένδεια μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών, και πάντα η συζήτηση να μην αφορά στο τι δεν έκανε τελικά αυτή η κυβέρνηση. Αλλά, στο κατά πόσον κατάφερε να περάσει – έστω και λίγο – πάνω από τον χαμηλό πήχη της προηγούμενης.

Όμως, τόσα χρόνια μετά… μας αξίζει κάτι καλύτερο από στείρους διαξιφισμούς και συμψηφισμούς ανικανότητας. Κάποιος που να μπορεί να πάει ξανά τη χώρα μπροστά.


Πηγή

Leave a Reply