«Το πελατειακό σαράκι τρώει το κράτος από μέσα»

Άρθρο του Γιώργου Καμίνη, βουλευτή του Κινήματος Αλλαγής και της Έφης Στεφοπούλου, Γραμματέα του Τομέα Δημόσιας Διοίκησης του Κινήματος Αλλαγής στην «Athens Voice»:

Κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του ο κ.  Μητσοτάκης μας διαβεβαίωνε ότι θα καταπολεμήσει την κακονομία και την πολυνομία μέσα από την  εισαγωγή  “κανόνων καλής νομοθέτησης”. O πρωθυπουργός ήθελε να μας πει ότι πρόθεση της κυβέρνησής του ήταν να εξυγιάνει το κράτος που είναι ο μέγας ασθενής της χώρας. ‘Όμως η μεταρρύθμιση του κράτους μας καλεί, πάνω απ’ όλα, να αλλάξουμε μυαλά, πράγμα το οποίο ως γνωστόν είναι και το πιο δύσκολο. 

Γιατί τον τελευταίο καιρό συνειδητοποιούμε ότι αυτό που πραγματικά εμπιστεύεται η κυβέρνηση είναι η δική τηςδιοίκηση, την οποία στελεχώνει με τους κομματικούς εκλεκτούς. Το βλέπουμε παντού. Πρόσφατα, στους διοικητές των δομών φιλοξενίας στο προσφυγικό και στις φυλακές. Αλλά και την παραμονή σε θέσεις νευραλγικές, προσώπων τα οποία αποδεικνύεται ότι έχουν καταθέσει ανύπαρκτους τίτλους σπουδών. Αντί να εκδιωχθούν οι υπαίτιοι, προσαρμόζεται εκ των υστέρων ο νομοθέτης στα δικά τους ελάσσονα προσόντα. Κανονικός αυτοεξευτελισμός της Πολιτείας.

‘Ολα αυτά όμως είναι αποσπασματικές περιπτώσεις που αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Γιατί η κυβέρνηση όχι μόνο εποικίζει τις θέσεις ευθύνης στο Δημόσιο με πολιτευτές και κομματικά στελέχη, αλλά παράλληλα έχει οργιάσει στο πεδίο της νομοθέτησης, με την μέθοδο των “κατά παρέκκλιση διατάξεων”. Δεν πρόκειται για ρυθμίσεις αναγκαίες λόγω της πανδημίας. Άλλωστε, οι περισσότερες νομοθετήθηκαν προ κορωνοϊού. Οι «παρεκκλίνουσες» ρυθμίσεις αφορούν τον πυρήνα οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους. Η κυβερνητική πλειοψηφία της ΝΔ έχει νομοθετήσει δεκάδες:

  • Κατά παρέκκλιση προσλήψεις υπαλλήλων
  • Κατά παρέκκλιση διαδικασίες κινητικότητας στο δημόσιο (αποσπάσεις, μετατάξεις κ.λπ)
  • Κατά παρέκκλιση τοποθετήσεις προϊσταμένων
  • Κατά παρέκκλιση αποδοχές και αμοιβές σε μέλη επιτροπών κ.ο.κ.

Με αυτά σκοπεύει η κυβέρνηση να εξαλείψει την κακονομία και την πολυνομία; Αυτά άραγε εννοούσε ο αρμόδιος υπουργός κ. Γεραπετρίτης, όταν κατά τη συζήτηση στη Βουλή του νομοσχεδίου για το επιτελικό κράτος μας έλεγε ότι “το κρίσιμο του επιτελικού κράτους είναι η ύπαρξη τυποποιημένων διαδικασιών, οι οποίες μπορούν ανά πάσα στιγμή να ελέγχονται ως προς την τήρησή τους”; 

Πολλές από τις παρεκκλίνουσες ρυθμίσεις αφορούν τις αποσπάσεις και μετατάξεις στο Δημόσιο. Περίπου 40 εξαιρέσεις από το «ενιαίο» σύστημα κινητικότητας καταγράψαμε. Μόνο «ενιαίο» δεν είναι το σύστημα αυτό των εξαιρέσεων γιατί δημιουργεί μια δημόσια διοίκηση που δεν ξέρει τι ισχύει και με ποιο τρόπο μπορεί να φύγει κάθε υπάλληλος από τη θέση του ή να έρθουν νέοι υπάλληλοι. Εν ολίγοις, μια δημόσια διοίκηση η οποία δεν μπορεί να προγραμματίσει τίποτα.

Οι «κατά παρέκκλιση» αποσπάσεις δημιουργούν κενά στις υπηρεσίες από τις οποίες αποσπάται ο ενδιαφερόμενος, χωρίς να ερωτώνται οι υπηρεσίες αυτές.  Δημιουργείται έτσι η ανάγκη για τη δημιουργία νέων θέσεων στο Δημόσιο, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα καλυφθούν με νέες προσλήψεις. Με αυτή την κουτοπονηριά η ΝΔ δημιουργεί νέες υπηρεσίες, τις οποίες λέει ότι θα στελεχώσει με αποσπάσεις, προκειμένου να αποφύγει τον σκόπελο του δημοσιονομικού κόστους που θα αποκάλυπτε η έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει κάθε νομοσχέδιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νομοσχέδιο του κ. Πιερρακάκη που συζητείται αυτή την εβδομάδα στη Βουλή: Αν και το υπουργείο του έχει 928 θέσεις προσωπικού, δημιουργεί μια νέα διοικητική δομή, η οποία θα έχει επιπλέον 45 θέσεις προσωπικού που θα καλυφθούν με αποσπάσεις. Με αυτό τον τρόπο οι οργανικές θέσεις των φορέων του Δημοσίου γίνονται πολλαπλάσιες του αριθμού των Δημοσίων Υπαλλήλων. Η ΝΔ ακολουθεί δηλαδή τις ίδιες πρακτικές που μας οδήγησαν στα μνημόνια: Δημιουργεί διαρκώς κενές οργανικές θέσεις, πρακτική που δυναμιτίζει τα δημοσιονομικά θεμέλια της χώρας αφού προσφέρει νομικό έρεισμα για προσλήψεις ανά πάσα στιγμή.

Οι κατ’ εξαίρεση προσλήψεις είναι το πάγιο ελληνικό μας πελατειακό αλισβερίσι, στο οποίο έβαλε φρένο το ΠΑΣΟΚ με το ΑΣΕΠ. Ένα ΑΣΕΠ το οποίο δυσφημείται ως χρονοβόρο, ακριβώς για να δοθεί η δυνατότητα και η νομιμοποίηση στους κυβερνώντες να αποφύγουν τις ρήτρες αξιοκρατίας και διαφάνειας που θέτει το ΑΣΕΠ. Όμως, η κατάσταση αυτή είναι φαύλος κύκλος: Ένας σύμβουλος του ΑΣΕΠ ο οποίος θα πρέπει να δει αν η προκήρυξη θέσεων που του υπέβαλε προς έγκριση κάποιο υπουργείο είναι σύννομη, θα κάνει δεκαπλάσιο χρόνο αν πρέπει να πλοηγηθεί μεταξύ των δεκάδων εξαιρέσεων σε σχέση με το χρόνο που θα έκανε αν εξέταζε μόνο τα βασικά νομικά κείμενα περί προσλήψεων.

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό: Η κυβέρνηση μας εμπαίζει, λέγοντας ότι οι αποφάσεις της για προσλήψεις έχουν την έγκριση του ΑΣΕΠ ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν την έχουν. Η ΝΔ έχει περάσει διατάξεις που λένε ότι η προκήρυξη για τις προσλήψεις τελεί υπό την έγκριση του ΑΣΕΠ, το οποίο αν δεν απαντήσει εντός 7 ημερών (!), τεκμαίρεται ότι συμφωνεί. Η αρχή «η σιωπή είναι συμφωνία» απλούστεύει τις διαδικασίες, μόνο σε περιπτώσεις που η διεπαφή είναι μεταξύ κράτους – πολίτη. Όχι σε περιπτώσεις που διακυβεύεται το δημόσιο συμφέρον, η διαφάνεια και η λογοδοσία της ίδιας της κυβέρνησης.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι κατά παρέκκλιση τοποθετήσεις προϊσταμένων. Η κυβέρνηση διαλαλεί ότι θέλει να δώσει αξία στα στελέχη της διοίκησης δίνοντάς τους το δικαίωμα υπογραφής συγκεκριμένων πράξεων, αρκεί τα στελέχη αυτά να είναι της δικής της επιλογής κι όχι να έχουν αναδειχθεί μέσα από αξιοκρατικές θεσμικές διαδικασίες. Η απαξία της πάγιας διοικητικής ιεραρχίας με την παράκαμψή της στις επιλογές προϊσταμένων χάριν των ημετέρων εκλεκτών, υπονομεύει το ηθικό και το πνεύμα συλλογικότητας και προσφοράς των δημοσίων υπαλλήλων καριέρας, οι οποίοι έχουν τη θεμιτή φιλοδοξία να επιβραβευθούν με βάση τα προσόντα τους και την αξίας τους και να εξελιχθούν επαγγελματικά εφόσον το αξίζουν.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ΝΔ «αδειάζει» το κράτος από μέσα. Το διαλύει και το καταστρέφει όπως το σαράκι, αφήνοντας μόνο μια επίφαση νομιμότητας, ενώ έχει παραδώσει την λειτουργία του στα πελατειακά της συμφέροντα. Με την επίκληση της αναποτελεσματικότητας της δημόσιας μηχανής βρίσκει ευκαιρία όχι να διορθώσει τα κακώς κείμενα και να φτιάξει ένα Δημόσιο που θα λειτουργεί σωστά, γρήγορα και αποτελεσματικά, αλλά να εποικίσει την κρατική μηχανή.


Πηγή