Όχι στο κλείσιμο των μονάδων της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη

Εισήγηση Θανάση Πετράκου στο θέμα της ειδικής συνεδρίασης του ΠΕΣΥ Πελοποννήσου

Η αιφνιδιαστική εξαγγελία από τον κύριο πρωθυπουργό ότι όλες οι λιγνιτικές μονάδες της χώρας θα κλείσουν πρόωρα μέχρι το 2028 και η συγκεκριμενοποίηση στη συνέχεια από τον αρμόδιο υπουργό ενέργειας ότι η μονάδα 3 της Μεγαλόπολης θα κλείσει τον Ιούνιο του 2020 και η μονάδα 4 το αργότερο το 2028, εφόσον οριστικοποιηθεί και πραγματοποιηθεί θα προκαλέσει πολύ αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα στο λεκανοπέδιο Μεγαλόπολης αλλά και στην Αρκαδία και τη Μεσσηνίας, συνεπώς σε όλη την Πελοπόννησο (μείωση ΑΕΠ, αύξηση ανεργίας).

Ιδιαίτερα η Μεγαλόπολη θα μετατραπεί σε βιομηχανικό νεκροταφείο. Η χώρα μας συνολικά θα στερηθεί πρόωρα το εγχώριό της καύσιμο με συνέπεια το κενό που θα προκύψει στην παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας να καλυφθεί κυρίως από εισαγωγές φυσικού αερίου και εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης η χωρίς προετοιμασία αλλαγή της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα δημιουργήσει προβλήματα στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, και φυσικά σοβαρές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες στις περιοχές της Πελοποννήσου και της δυτικής Μακεδονίας.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

1.Η εξαγγελία από τον πρωθυπουργό έγινε χωρίς να έχει προηγηθεί τοποθέτηση προεκλογικά αλλά κυρίως χωρίς να έχει προηγηθεί αναθεώρηση του εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα. Ο ενεργειακός προγραμματισμός θα γίνει εκ των υστέρων. Αυτό δείχνει απαξίωση στους επιστήμονες και στους θεσμικούς φορείς και συνολικά στο εθνικό συμβούλιο για τον ενεργειακό προγραμματισμό. Αν συνδυαστεί αυτή η θεσμική απαξίωση με την αίτηση στις 5 Ιουλίου, δύο μέρες πριν τις εκλογές, του Μυτιληναίου να αυξήσει την ισχύ της μονάδας ΦΑ που εγκαινίασε ο πρωθυπουργός πριν από λίγες μέρες, από 625 ΜWh στα 835 MWh και το ότι για πρώτη φορά στην εθνική επιτροπή για το νέο ΕΣΕΚ (Εθνικό Συμβούλιο για την Ενέργεια και το Κλίμα), δεν θα συμμετέχει η μεγαλύτερη ενεργειακή επιχείρηση της χώρας η ΔΕΗ, δείχνει ότι η κυβέρνηση ουσιαστικά κλείνει και διαλύει τη ΔΕΗ. Τα γεγονότα αυτά επαναφέρουν το ερώτημα που διατύπωσε το 1963 ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής «επιτέλους ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;». Σήμερα το δίλημμα δεν είναι Φρειδερίκη ή κυβέρνηση αλλά οι ιδιώτες μεγαλοπαραγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος και εισαγωγείς ΦΑ ή η κυβέρνηση.

2. Ο αρμόδιος υπουργός κ. Χατζηδάκης είπε: α) «ο σχεδιασμός μας προβλέπει ότι ένα μεγάλο μέρος της λιγνιτικής ισχύος θα αντικατασταθεί από ενέργεια παραγόμενη από ΑΠΕ». Απαντούμε στον υπουργό λέγοντας κ. Χατζηδάκη λέγοντας: κ. Χατζηδάκη ο λιγνίτης είναι φορτίο βάσης και πουθενά στον πλανήτη δεν έχουν αντικατασταθεί φορτία βάσης από ενέργεια παραγόμενη από αιολικά και φωτοβολταϊκά γιατί τεχνικά δεν γίνεται. Γίνεται μόνο με άλλες μορφές ΑΠΕ (υδροϋλεκτρικά, βιοθερμία και βιομάζα) που όμως δυστυχώς στην Ελλάδα δεν αναπτύσσονται. β) Είπε επίσης ο κ. Χατζηδάκης: «όταν όλη αυτή η πράσινη ενέργεια εισέλθει στην χονδρεμπορική αγορά θα οδηγήσει σε μείωση της οριακής τιμής του συστήματος (ΟΤΣ) και άρα και του τελικού ενεργειακού κόστους. Συνεπώς αυτό είναι συμφέρουσα εξέλιξη». Ο κ. Χατζηδάκης εμπαίζει και εδώ τους πολίτες, διότι εδώ και ένα χρόνο που έχει μειωθεί πολύ η χρήση του λιγνίτη υπάρχει αύξηση της ΟΤΣ (Αύγουστος 2018 η ΟΤΣ 64,02 € τη MWh – Αύγουστος 2019 η ΟΤΣ 66,80 € τη MWh).

3.Το πιο σοβαρό όμως είναι η αύξηση των τιμών στον τελικό καταναλωτή. Η Ελλάδα το 2009 με βάση τα στοιχεία της Eurostat ήταν 5η πιο φτηνή χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την οικιακή κατανάλωση. Το δεύτερο εξάμηνο του 2018 η Ελλάδα πλέον δεν είναι στις φτηνές χώρες αλλά η τιμή του ρεύματος ανέβηκε δέκα θέσεις και στην Ελλάδα πλέον η τιμή του ρεύματος είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Άρα, όλες οι μεταρρυθμίσεις μέχρι τώρα διαψεύδουν τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού και της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, ότι δήθεν οι μεταρρυθμίσεις τους θα οδηγήσουν σε μείωση των τιμολογίων. Συνεπώς, η μερική ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, το περίφημο άνοιγμα της αγοράς ενέργειας, οι προκλητικές επιδοτήσεις στους μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους για αιολικά και φωτοβολταϊκά, οι προκλητικές επιδοτήσεις στους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς ΦΑ (τα περίφημα ΑΔΙ), σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας λόγω μνημονιακών πολιτικών, την κατάργηση της κλιμακωτής χρέωσης, τις ξεχωριστές χρεώσεις και τη διάσπαση της ΔΕΗ σε τρεις εταιρείες (ΔΕΗ παραγωγή, ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ), έχουν οδηγήσει ώστε το 41% κάθε λογαριασμού να είναι φορολογία και ΕΤΜΕΑΡ. Σημειώνω ότι το ΕΤΜΕΑΡ αυξήθηκε στα χρόνια των μνημονίων 2010 – 2018 κατά 8.667% !!!! (από 0,30 € / MWh το 2010 πληρώνουμε σήμερα 26,30 € / MWh) με συνέπεια οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών να έχουν εισπράξει 5,5 δις.!!!

Η απόφαση της κυβέρνησης για βίαιη και πρόωρη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, αν υλοποιηθεί θα αυξήσει την ήδη ακριβή κιλοβατώρα (ΚWh) στην Ελλάδα, αλλά θα έχει και γενικότερες εθνικές και τοπικές – περιφερειακές αρνητικές συνέπειες.

α) Θα αυξηθεί σημαντικά η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους (ΦΑ και εισαγωγές ΗΕ). Ήδη η Ελλάδα είναι στις χώρες της Ε.Ε. με τη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση 73,7% και ο βαθμός της εξάρτησης έχει αυξηθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια 24%.

β) Η χρήση του ΦΑ για ηλεκτροπαραγωγή οδηγεί στο να χάνεται το 40 – 45% του χρησιμοποιούμενου ΦΑ ενώ αντίθετα όταν χρησιμοποιείται το ΦΑ για θέρμανση και οικιακή χρήση, τότε η απόδοσή του είναι 90%.

γ) Με την απόφαση αυτή ουσιαστικά διαλύεται η ΔΕΗ αφού θα απομείνει μόνο με τα υδροηλεκτρικά και τις λίγες μονάδες ΦΑ που έχει. Η συρρίκνωση και διάλυση της ΔΕΗ και η απόλυτη επικράτηση των μεγαλοϊδιωτών ηλεκτροπαραγωγών θα μετατρέψει το δημόσιο αγαθό που είναι το ηλεκτρικό ρεύμα σε εμπόρευμα κατά 100% με ότι αυτό συνεπάγεται για τους καταναλωτές και ιδιαίτερα για τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

δ) Το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη είναι ελεγχόμενο, παρά την αύξηση των τιμών του CO2 για την οποία υπάρχουν ευθύνες στην προηγούμενη κυβέρνηση της Ν.Δ. το 2013 η οποία δεν ζήτησε εξαίρεση σε αντίθεση με την Πολωνία που ζήτησε και την πήρε, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ το 2017 η οποία δεν έθεσε το θέμα. Αντίθετα το κόστος από ΦΑ τη στιγμή που είναι εισαγόμενο υπόκειται σε μεγάλες διακυμάνσεις και σε απρόβλεπτους γεωπολιτικούς παράγοντες.

ε) Ναι μεν η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΦΑ επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με λιγότερο CO2 απ’ ότι η παραγωγή με λιγνίτη, όμως σε περίπτωση διαρροής ΦΑ στην ατμόσφαιρα κατά τη διαδρομή του από το σημείο ανόρυξης μέχρι την τελική κατανάλωση, το εκλυόμενο στην ατμόσφαιρα μεθάνιο, δηλαδή το κύριο συστατικό του ΦΑ είναι κατά 20 τουλάχιστον φορές επιβλαβέστερο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου σε σχέση με την αντίστοιχη ποσότητα του CO2. Ας το έχουμε υπόψη μας και αυτό για το συνολικό ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή. Επίσης, οι εισαγωγές ΗΕ από τις γειτονικές χώρες προέρχονται σε σημαντικό ποσοστό από ορυκτά καύσιμα, που εκλύουν προφανώς CO2 κατά την καύση τους, είναι όμως ανταγωνιστικές δεδομένου ότι δεν επιβαρύνονται με τα δικαιώματα εκπομπών του CO2.

στ) Την απόφαση αυτή της κυβέρνησης δεν μας την επιβάλλει κανένας, διότι ο ευρωπαϊκός στόχος για μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου είναι 43% για το 2030 σε σχέση με το 2005, ενώ η κυβέρνηση με την απόφαση αυτή ξεπερνά και τον υπερβολικό στόχο που είχε βάλει το ΕΣΕΚ του 2018 (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) που ήταν 63%!!! Επιπλέον είναι γνωστό ότι η κραταιά Γερμανία θα κλείσει τις μονάδες άνθρακα το 2038 και όχι το 2028 όπως αποφάσισε η κυβέρνηση και συνολικά η Ε.Ε. το 2050!!! Ο βασικός λόγος είναι ότι μέχρι τότε (σε 20–30 χρόνια) υπάρχει εκτίμηση ότι θα έχει επιτευχθεί η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και συνεπώς θα μπορούμε να έχουμε ρεύμα παράγοντάς το κατά 100% από ΑΠΕ. Προφανώς είμαστε υπέρ της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά 100% από ΑΠΕ, αλλά μέχρι η επιστήμη και η τεχνολογία να πετύχουν την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, αυτό τεχνικά είναι αδύνατο. Γιατί λοιπόν βιάζεται η κυβέρνηση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες αφού υπερκαλύπτονται οι στόχοι για την προστασία του περιβάλλοντος; Είναι προφανές ότι η απόφαση της κυβέρνησης δεν έχει να κάνει με την προστασία του περιβάλλοντος αλλά με την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων (των εισαγωγέων ΦΑ, των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών και των Γερμανών οι οποίοι θέλουν να πουλήσουν τα αιολικά που έχουν σταματήσει να βάζουν πια). Και φυσικά αυτή η απόφαση οδηγεί στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας.

Αντίθετα, η διατήρηση της χρήσης του λιγνίτη μέχρι την εξάντληση των ήδη λειτουργούντων ορυχείων θα συνεισφέρει στους εξής τομείς:

– ενίσχυση της ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού,

– διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας,

– αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας στον ενεργειακό τομέα και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας,

– βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου αφού θα μειωθεί η εξάρτηση από εισαγωγές ενεργειακών πόρων, κ.λπ.

ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

  1. Η Μεγαλόπολη θα γίνει βιομηχανικό νεκροταφείο.
  2. Θα αυξηθεί η ανεργία.
  3. Θα μειωθεί το ΑΕΠ και το διαθέσιμο εισόδημα. Σημειώνω ότι μόνο οι μισθοί είναι περίπου 85-90 εκ. € το χρόνο.
  4. Θα ερημώσει η Μεγαλόπολη από νέο κόσμο και θα μείνουν μόνο συνταξιούχοι.
  5. Το κλείσιμο της μονάδας 3 τον Ιούνιο του 2020 αφήνει τη Μεγαλόπολη χωρίς θέρμανση διότι η μονάδα 3 συνδέεται με την τηλεθέρμανση της Μεγαλόπολης.
  6. Δεν υπάρχει, ούτε προλαβαίνει να υπάρξει υλοποίηση σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης για τη μεταλιγνιτική εποχή.

Συνεπώς, το ΠΕΣΥ Πελοποννήσου πρέπει όχι μόνο να συνταχθεί με την ΟΜΟΦΩΝΗ απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Μεγαλόπολης που είναι αντίθετο με το κλείσιμο των μονάδων πρόωρα και με την καθολική αντίθεση των εργαζομένων για κλείσιμο των μονάδων το 2020 και το 2028, αλλά πρέπει να πρωταγωνιστήσει στον αγώνα για να αλλάξει η κυβερνητική απόφαση. Οφείλουμε να απαιτήσουμε:

  1. Να μην κλείσει η μονάδα 3 το 2020. Ειδικά για την 3 είναι διπλό έγκλημα το κλείσιμό της το 2020 διότι δεν έχουν ακόμη αποσβεστεί το κόστος των έργων της περιβαλλοντικής αναβάθμισης (κατασκευή μονάδας αποθείωσης και της τοποθέτησης των φίλτρων) και είναι συνδεδεμένη με την τηλεθέρμανση της Μεγαλόπολης. Για να αποσβεστεί το κόστος πρέπει να λειτουργεί τουλάχιστον μέχρι το 2025.
  2. Με ορθολογική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του λεκανοπεδίου να λειτουργήσουν και οι δύο μονάδες, η 3 μέχρι το 2025 και η 4 μέχρι την εξάντληση των αποθεμάτων του λεκανοπεδίου.
  3. Να επιστρέψει η λιγνιτική Μεγαλόπολη στη μητρική ΔΕΗ.
  4. Να αποκατασταθούν τα εδάφη και να αποδοθούν στην τοπική κοινωνία.
  5. Ο χρόνος μέχρι το 2035, όπως τόνισα ότι εκτιμάται ότι επαρκούν τα αποθέματα, πρέπει να αξιοποιηθεί για ένα συγκροτημένο και σοβαρό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης στη μεταλιγνιτική εποχή.
  6. Να μην ισχύσει το κλείσιμο όλων των λιγνιτικών μονάδων το 2028, αλλά να λειτουργήσουν μέχρι το 2038 όπως στη Γερμανία εκτός από τις μονάδες της Μελίτης και την Πτολεμαΐδα 5, οι οποίες πρέπει να μείνουν στο σύστημα μέχρι τη λήξη του χρόνου ζωής τους.
  7. Να προχωρήσει η αξιοποίηση της γεωθερμίας, της βιομάζας και η κατασκευή υδροηλεκτρικών από τη ΔΕΗ, διότι αυτές είναι μονάδες βάσης οι οποίες μπορούν να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον η ΔΕΗ να αναπτύξει και αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα.
  8. Να μην προχωρήσει η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και του ΑΔΜΗΕ και να παραμείνει ο ΔΕΔΔΗΕ 100% υπό δημόσιο έλεγχο.
  9. Ενιαία 100% δημόσια και ανασυγκροτημένη ΔΕΗ.

Για να πετύχουμε τους στόχους αυτούς πρέπει να συγκροτηθεί αντιπροσωπευτική συντονιστική επιτροπή αγώνα από όλες τις παρατάξεις του ΠΕΣΥ που θέλουν να συμμετέχουν, η οποία μαζί με το Δήμο Μεγαλόπολης, την Περιφερειακή Ένωση Δήμων, τα Σωματεία των Εργαζομένων, τους φορείς της Μεγαλόπολης, το Εργατικό Κέντρο Αρκαδίας και τη ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, να προχωρήσει:

Α) Σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις (συγκεντρώσεις στη Μεγαλόπολη).

Β) Σε συντονισμό με την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και τους φορείς της Δυτικής Μακεδονίας και τους εργαζόμενους της ΔΕΗ, για κοινές δράσεις και κινητοποιήσεις για την επίτευξη των κοινών στόχων.

Γ) Σε συνάντηση με τον πρωθυπουργό ζητώντας την ικανοποίηση των ανωτέρω αιτημάτων μας.


Πηγή